Tου Κων/νου Κωνή
Η εκδήλωση θα γίνει σε συνεργασία με το σωματείο πολιτών για τα αρχαία θέατρα «Διάζωμα», στις 25 Απριλίου 2013. Αναμφίβολα πρόκειται για μεγάλη τιμή, τόσο για την Πρέβεζα, όσο και για τον κ. Ζάχο.
Η αρχαία Νικόπολη που όπως μεταδίδει και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Είναι η πόλη που η ίδρυσή της συνδέθηκε όχι με μια τυχαία νίκη και σίγουρα όχι με έναν οποιονδήποτε βασιλιά. Η Νικόπολη χτίστηκε μετά τη νίκη του πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης, του Οκταβιανού Αύγουστου, στη Ναυμαχία του Ακτίου κατά του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, το 31 π.Χ. Είναι η πόλη σύνορο του τέλους της ελληνιστικής εποχής και της αρχής της ρωμαϊκής κυριαρχίας, στην οποία μέσα στους δέκα αιώνες της ακμής και της σημασίας της διαδραματίστηκαν γεωπολιτικές συγκρούσεις και γεγονότα που άλλαξαν τους χάρτες. Σε αυτόν τον στενό λαιμό του Αμβρακικού Κόλπου αναμετρήθηκαν η Ρώμη και το Βυζάντιο, ο παγανισμός με τον χριστιανισμό, οι Γότθοι με τους Ρωμαίους, οι Φράγκοι με τους Βούλγαρους.
Γι αυτό το σπουδαίο κέντρο, θέατρο μιας πολύ ταραγμένης αρχαιότητας, θα μιλήσει την Πέμπτη 25 Απριλίου, στις 7 μμ., στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus, ο αρχαιολόγος και επικεφαλής των ανασκαφών της Νικόπολης, Κώστας Ζάχος. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ο πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής για την ανάδειξη των μνημείων της Νικόπολης, μαζί με τους συνεργάτες του, αποκαλύπτει και αναδεικνύει, με ένα πολυσύνθετο πρόγραμμα, συναρπαστικά μνημεία και παραδίδει σιγά-σιγά στο κοινό τη μεγαλύτερη αρχαία πόλη της Ελλάδας. Τη διάλεξη θα προλογίσει ο πρόεδρος του Σωματείου Διάζωμα, Σταύρος Μπένος.
Με την ίδρυση της Νικόπολης, ο Οκταβιανός Αύγουστος τίμησε τον Άκτιο Απόλλωνα και ίσως και τον Ποσειδώνα για τη νίκη που του χάρισαν. Παράλληλα, όμως, με την υποχρέωση προς τους θεούς, η πόλη της νίκης τού επέτρεπε τον στρατιωτικό έλεγχο της δυτικής Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Ο ίδιος φρόντισε για την ακμή της, την εποίκησε γρήγορα, της παραχώρησε προνόμια, την έκανε αστικό κέντρο με μεγάλα δημόσια έργα και υποδομές, της έδωσε όλα τα εφόδια για να εξελιχθεί σε πλούσια και πολυάνθρωπη πρωτεύουσα της Ηπείρου, η μεγαλύτερη ίσως πόλη της Χερσονήσου του Αίμου.
Ο Οκταβιανός Αύγουστος, Καίσαρας από το 27 π. Χ., θέλησε η πόλη αυτή να έχει αίγλη, να γίνει πόλος, να κρατάει τους κατοίκους της και να αποκτάει όλο και περισσότερους. Έτσι, άρχισε με τα σημαντικά δημόσια έργα: τείχη με αμυντικούς πύργους, βουλευτήριο, αμφιθέατρο, λουτρά, στάδιο με 10.000 θέσεις, θέατρο στο όνομά του με 5.000 θέσεις και 50 αγάλματα, ωδείο με 800 θέσεις, νυμφαίο για τη συγκέντρωση νερού, νομισματοκοπείο και το σπουδαίο υδραγωγείο, μήκους 50 χιλιομέτρων, με το οποίο υδρευόταν η πόλη από τις πηγές των βουνών της περιοχής. Και στη μέση, η δήλωση της κυριαρχίας του: μνημείο του Καίσαρα με ενσωματωμένα 36 έμβολα πλοίων της Κλεοπάτρας, της τελευταίας των Πτολεμαίων.
Καθιέρωσε τα Άκτια, αγώνες ισάξιους με τους Ολυμπιακούς, που γίνονταν κάθε δύο χρόνια και τα ανέθεσε στους Λακεδαιμόνιους ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, γιατί ήταν η μόνη ελληνική φυλή που τον είχε υποστηρίξει ενώ οι υπόλοιπες είχαν συμπαραταχθεί με τον Μάρκο Αντώνιο. Λίγα χρόνια αργότερα, εισήγαγε το σύστημα επαρχιακής διοίκησης και έκανε τη Νικόπολη πρωτεύουσα και μητρόπολη της Ηπείρου και Ακαρνανίας.
Οι διάδοχοι του Καίσαρα φρόντισαν όπως και εκείνος τη Νικόπολη και ενώ ο κόσμος αλλάζει και η ιστορία αναδεικνύει άλλες δυνάμεις, η Νικόπολη παραμένει ένα μητροπολιτικό κέντρο. Ο φιλόσοφος Επίκτητος φτάνει εκεί εξόριστος από τη Ρώμη και εγκαθιστά την περίφημη σχολή των Στωικών και ο μαθητής του, ο διάσημος ιστορικός και φιλόσοφος Φλάβιος Αρριανός, κατέγραψε στη Νικόπολη τη διδασκαλία του. Εκεί, τον χειμώνα του 65-66 μ.Χ. ξεχειμωνιάζει ο Απόστολος Παύλος, σε ένα διάλειμμα της περιοδείας του ανά τον ελλαδικό χώρο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Μια τέτοια πόλη, σε ένα τόσο στρατηγικό σημείο, δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Οι Γότθοι την επιβουλεύονται, αλλά αποκρούονται από τους Ρωμαίους, οι Έρουλοι από τη Σκανδιναβία, αφού έκαναν μεγάλες καταστροφές, ηττήθηκαν και αυτοί από τον ρωμαϊκό στρατό, οι Βησιγότθοι από την Ανατολή, την εποχή του Βυζαντίου, οι Βάνδαλοι από τη Βόρεια Αφρική, οι Οστρογότθοι, οι Βούλγαροι, με πολλές επιδρομές και για πολλά χρόνια, οι Φράγκοι που τη δίνουν στη Βενετία και οι Οθωμανοί που την εξουσιάζουν έως το 1912.
Αυτή την ωραία και μοιραία πόλη αποκαλύπτει η αρχαιολογική έρευνα από το 1916, τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Οθωμανούς, και την αποκαθιστά σταδιακά δίνοντάς της την όψη που ανταποκρίνεται στην αίγλη και την ιστορία της. Πρώτος αρχαιολόγος της Νικόπολης ήταν ο Αλέξανδρος Φιλαδελφέας, ακολούθησε τη δεκαετία του ΄60 ο Αναστάσιος Ορλάνδος και από το 1997 τη σκυτάλη ανέλαβε η ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων με επικεφαλής τον Κώστα Ζάχο, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με προορισμό να μετατραπεί η Νικόπολη σε Αρχαιολογικό Πάρκο σε συνδυασμό με το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικοπόλεως, που λειτουργεί από το 2009. Τελικός στόχος: με τη βοήθεια του Δ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, η Νικόπολη να γίνει η μεγαλύτερη επισκέψιμη αρχαία πόλη στην Ελλάδα.
Η διάλεξη θα μεταδοθεί ζωντανά για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας από το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας & Τεχνολογίας http://diavlos.grnet.gr.
Η είσοδος είναι ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας, η διανομή των οποίων αρχίζει στις 5.30».
Ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Ζάχος
Ο Κωνσταντίνος Ζάχος γεννήθηκε στην Κατερίνη. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή της Αθήνας. Πήρε πτυχίο Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master of Arts) και διδακτορικό δίπλωμα στην κλασική αρχαιολογία από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης των Ηνωμένων Πολιτειών, με θέμα «Ayios Dhimitrios. A Prehistoric Settlement in the Southwestern Peloponnese. The Neolithic and Early Helladic Periods». Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών παρακολούθησε επιπρόσθετα μεταπτυχιακά σεμινάρια αρχαιολογίας, μουσειολογίας και αρχαίας τεχνολογίας στο MIT (Massachusetts Institute of Technology), στο Πανεπιστήμιο Harvard και στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης. Ακόμη παρακολούθησε σεμινάρια προϊστορικής αρχαιολογίας στο Ινστιτούτο Προϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (Institut für Ur- und Frühgeschichte).
Το 1981 μετά από επιτυχείς εξετάσεις προσελήφθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπου υπηρέτησε αρχικά ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων και αργότερα ως Έφορος, σε διάφορες Εφορείες Αρχαιοτήτων ανά την Ελλάδα και κυρίως στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, της οποίας διετέλεσε επί χρόνια προϊστάμενος. Το 2001 εκλέχτηκε Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν αποδέχτηκε τον διορισμό του, επιλέγοντας την παραμονή του στο πεδίο της «μαχόμενης αρχαιολογίας».
Στο ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται αρχαιολογικές ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας: Ηλεία, Μεσσηνία, Κυκλάδες, Αττική, Ιωάννινα, Άρτα, Πρέβεζα, Λευκάδα και Αρκαδία, καθώς και στην Αλβανία (ανασκαφές στην αρχαία Αντιγόνεια σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων). Διεύθυνε πολυετή ερευνητικά προγράμματα, τα οποία οργάνωσε και έφερε εις πέρας εισάγοντας νέες τεχνολογίες στον τομέα της διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ορισμένα από τα προγράμματα αυτά χρηματοδοτήθηκαν από διεθνείς οργανισμούς. Δρομολόγησε και διεύθυνε τα έργα ανάδειξης του Ιερού της Δωδώνης. Για είκοσι και πλέον χρόνια ασχολείται με την ανασκαφική έρευνα, αναστύλωση και ανάδειξη των μνημείων της Νικόπολης. Η μετατροπή του εκτεταμένου ερειπιώνα σε υποδειγματικό Αρχαιολογικό Πάρκο, αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της σταδιοδρομίας του.
Πρότεινε και επιμελήθηκε την ίδρυση τριών νέων αρχαιολογικών Μουσείων -Άρτας, Νικόπολης και Λευκάδας. Επιμελήθηκε διάφορες περιοδικές εκθέσεις στο Μουσείο Ιωαννίνων, το κεντρικό αρχαιολογικό μουσείου της Ηπείρου, και προσφάτως την ανακαίνιση και επανέκθεση των συλλογών του.
Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες, αρχαιολογικούς οδηγούς και πολλά άρθρα τα οποία αναφέρονται στην Αιγαιακή προϊστορία και την Αρχαιολογία της Ηπείρου σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Συμμετείχε από διάφορες θέσεις στη διοργάνωση και την έκδοση των πρακτικών επτά διεθνών επιστημονικών συνεδρίων και έδωσε διαλέξεις σε επιστημονικά ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προβάλλοντας τις αρχαιότητες της Ελλάδας.
Διετέλεσε βοηθός στην έδρα της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στο Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών.
Είναι μέλος επιστημονικών Εταιρειών, Αρχαιολογικών Ινστιτούτων και Επιτροπών (της Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης) και Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Νικόπολης και του Σωματείου Ερευνών Νικόπολης. Έχει τύχει τιμητικών διακρίσεων για την έρευνα και τις εργασίες ανάδειξης και διαμόρφωσης της Νικόπολης (βραβείο Εuropa Nostra Awards 2009/ European Union Prize for Cultural Heritage, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), καθώς και με βραβείο της Νομαρχίας Αργυρόκαστρου για τη συμβολή του στην ελληνοαλβανική συνεργασία και φιλία.