Του Παντελή Μπουκάλα
Ιδού πάλι ο «ελληνοχριστιανισμός». Με τον ετσιθελισμό του και τη μανία επίδειξης, κύριο συστατικό ενός ναρκισσευόμενου «πατριωτισμού» που μεθάει κυνηγώντας «προδότες». Τον άκουσαν νηστεύσαντες και μη να σκεπάζει με τον Εθνικό Υμνο το «Χριστός Ανέστη». Κατόπιν εντολής ή αυθορμήτως (τι είναι άραγε πιο επικίνδυνο;), το βράδυ της Ανάστασης στον Αγιο Διονύσιο οι δόκιμοι εθνικοποίησαν τον Χριστό και χρησιμοποίησαν τις λέξεις του ανυπεράσπιστου Σολωμού σαν όπλο κατά φανταστικών εχθρών· όπως χρησιμοποιούν οι χρυσαυγίτες ένα άλλο σύμβολο, τη σημαία, για να βαράνε με το κοντάρι της. Μία μέρα πριν, και ενώ ο επιτάφιος μετά την περιφορά επιστρέφει στον ναό των Αγίων Θεοδώρων του Α΄ Νεκροταφείου, η μπάντα του δήμου αδιαφορεί για τα εγκώμια και παιανίζει τον Εθνικό Υμνο. Προσβάλλοντας και αυτόν και το «Ω γλυκύ μου έαρ».
Μπορούμε να τα θεωρήσουμε ασήμαντα όλα αυτά ή αστεία. Και να πούμε ότι ασήμαντα είναι και τα συγχαρητήρια που έδωσε διά Twitter στους «λεβέντες» δοκίμους ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ κ. Κωσταράκος. Ανευ σημασίας και ο ενθουσιασμός των ακροδεξιών μπλογκ για την εισπήδηση του εθνικισμού στην περιοχή μιας θρησκείας που ή είναι οικουμενική, όπως αυτοπροσδιορίστηκε, ή απλώς δεν υπάρχει όπως η ίδια λέει ότι θέλει να υπάρχει· χωρίς διαχωρισμούς δηλαδή, αφού «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην» και τα λοιπά, όσα μηρυκάζουμε δίχως να μεταλαβαίνουμε το νόημά τους.
Τη χούντα φέρνει στον νου ο «ελληνοχριστιανισμός». Η λέξη «ελληνοχριστιανικός» πάντως είναι του 1852, γέννημα του Σπ. Ζαμπέλιου, που θέλησε να συνοψίσει τη συνάντηση των δύο κόσμων. Της ίδιας εποχής είναι και η «ελληνορθοδοξία». Ας πάμε λοιπόν στο 1873. Και ας ακούσουμε όσα λέει όχι κάποιος υλιστής, αλλά ο Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο «ακαταπόνητος πρωτόσχολος» κατά Δημαρά, ο Φαναριώτης Μανουήλ Γεδεών: «Γράφομεν ταύτα μετά πόνου ψυχής βλέποντες το από τινος καιρού παρ’ ημίν επεισδύσαν της αποκλειστικότητος πνεύμα, δυσχερείας δυσυπερβλήτους διά την Εκκλησίαν παρασκευάζον, καθ’ ο και αι γελοίαι εκείναι επενοήθησαν λέξεις, ελληνοορθοδοξία κτλ., ωσεί η Εκκλησία δυνατόν κατατμηθήναι εις τόσα ονόματα όσαι και φυλαί και εις τόσας Ορθοδοξίας, όσα φύλλα και άνθεα γίγνεται ώρη, κατά τον Μελησιγενή αοιδόν (τον Ομηρο), ωσεί μη υπάρχει η Εκκλησία εκείνη η Ορθόδοξος, ήτις εν τω δωδεκάτω άρθρω του Συμβόλου της πίστεως ώρισεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία έστι μία, αγία, καθολική και αποστολική. Λέγοντες λοιπόν οι της ιουδαϊκής ταύτης αποκλειστικότητος πρόμαχοι ότι άλλη μεν ελληνοορθοδοξία, άλλαι δ’ αι άλλων φυλών ορθοδοξίαι, υβρίζουσιν εις το ιερόν της αμωμήτου ημών πίστεως Σύμβολον, υβρίζουσιν εις τας αυτό καθιερωσάσας αγίας και σεπτάς Οικουμενικάς Συνόδους, υβρίζουσι δε, κατά συνέπειαν, εις το διέπον και οδηγούν την Εκκλησίαν Πνεύμα το Αγιον, οποίας δε δυσχερείας παρασκευάζουσι τη Ορθοδόξω καθολική Εκκλησία δήλον». Δήλον;
kathimerini. |