Στο κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα η σύγκλιση κομματικού συνεδρίου την ώρα της αποφασιστικής ανόδου, όταν δηλαδή υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες και εκτιμήσεις ότι το κόμμα για το οποίο γίνεται λόγος θα αναρριχηθεί στην κυβερνητική εξουσία, είναι ίσως απαραίτητη, πλην όμως υψηλού κινδύνου κίνηση. Είναι απαραίτητη γιατί επιλύει προβλήματα που θα αποτελούσαν τροχοπέδη στην αυριανή άσκηση της εξουσίας: στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το πρόβλημα είναι οι πολυφωνικές και ενίοτε αντιφατικές μεταξύ τους τάσεις που καθιστούν αφερέγγυα την πρόταση εξουσίας του σχηματισμού. Το πολυσυλλεκτικό σχήμα που τόσο πολύ βοήθησε στην έξοδο του πολιτικού αυτού σχηματισμού από το περιθώριο και την ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση και δελφίνο της εξουσίας, πρέπει τώρα να παραχωρήσει τη θέση του σε κάτι πιο συγκεντρωτικό και ενιαίο. Ακόμα και αυτός ο περιορισμένος στόχος δεν είναι ολότελα ακίνδυνος.
Η ενοποίηση σε βάρος της πολυφωνίας θέτει ουσιαστικά ερωτήματα. Επιβάλει συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές οι οποίες, στο κοινωνικό επίπεδο, αντικατοπτρίζουν αντίστοιχες ταξικές επιλογές. Η ώρα τού «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις» δεν ήταν ποτέ εύκολη για κανέναν.
Η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ πριν από περίπου έναν χρόνο είχε ειδικά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Εκμεταλλεύθηκε με τον καλύτερο τρόπο τις φοβίες, ίσως τον πανικό, των αστικών μεσοστρωμάτων μπροστά στις απρόσμενες διαστάσεις της κρίσης. Τα μεσοστρώματα, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης και λειτουργίας, αδυνατούν να επιδιώξουν ριζοσπαστικές πολιτικές –πολιτικές που θα τους έφερναν σε σύγκρουση με το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς μέσα στο οποίο ανέβηκαν την κοινωνική κλίμακα και μέσα στο οποίο προσδοκούσαν να συνεχίσουν την άνοδό τους. Καθώς δεν μπορούν να δουν προς το διαφορετικό μέλλον, στρέφονται προς το πρόσφατα χαμένο παρελθόν: ζητούν δηλαδή να επανέλθουν τα πράγματα στην πριν από την κρίση περίοδο.
Η επαγγελία αναστροφής του πολιτικού χρόνου ήταν η πεμπτουσία της παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές και στο διάστημα που μεσολάβησε. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» (αντιμνημονιακή και ταυτόχρονα ευρωπαιοενωσιακή, χωρίς «άμεσους σοσιαλιστικούς στόχους») και η «επαναδιαπραγμάτευση» μνημονίων και δεδομένων ήταν στο επίκεντρο των υποσχέσεων. Ακριβώς αυτήν την παρέμβαση, που ξεθώριασε με το πέρασμα του χρόνου και τη συνακόλουθη τριβή με την πραγματικότητα, θέλει να αναπαλαιώσει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Βασικός κοινωνικός του συνομιλητής παραμένουν τα μεσοστρώματα και θεμελιώδης του υπόσχεση η επαναφορά σε προγενέστερες καταστάσεις.
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει με όλα αυτά δεν βρίσκεται ανάμεσα στις προβληματικές του συνεδρίου. Πρώτο και κύριο: η επαναφορά του κοινωνικού και πολιτικού χρόνου είναι αδύνατη. Η επαγγελία της είναι απλή μεταφυσική. Δεύτερο και καταστροφικότερο: το πολιτικό παιχνίδι με τα μεσοστρώματα υπήρξε παντού και πάντα στη σύγχρονη ιστορία εξαιρετικά επικίνδυνη υπόθεση. Τα μεσοστρώματα δεν «αναλαμβάνουν» πολιτική πρωτοβουλία. Το πολιτικό τους όραμα είναι εξαιρετικά στενό –επιθυμούν να γίνουν ή να μοιάσουν με μεγαλοαστούς και ταυτόχρονα επιθυμούν να μη διολισθήσουν σε κατάσταση νεόπτωχου προλετάριου. Δεν υπάρχει κανενός είδους μαζική κινητοποίηση ικανή να εκπληρώσει πολιτικά αυτό το σύμπλεγμα επιθυμίας και φόβου. Πολιτεύονται λοιπόν «με ανάθεση». Για να το πω απλά, προσλαμβάνουν έναν «πολιτικό εργολάβο» στον οποίο αναθέτουν τις δικές τους ταξικές επιθυμίες μαζί με την ψήφο τους. Δεν ανήκουν στον «εργολάβο», δεν ταυτίζονται μαζί του. Μπορούν να τον υμνήσουν ως Θεό σήμερα και να χαρούν εξίσου αύριο όταν τον δουν στο περιθώριο της πολιτικής, στο τίποτα. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ισχυρή εκλογική ισχύ και στην ισχνή κομματική, συνδικαλιστική ή άλλη μαζική βάση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό ακριβώς πιστοποιεί.
Τον ρόλο του «εργολάβου» αυτού επιθυμεί να αναλάβει ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του πιστεύει ότι θα εξορκίσει τις αντιφάσεις που δομικά τον κατατρέχουν μέσα από το συνέδριο και την εξάλειψη των τάσεων. Θέλει να αγνοεί ότι οι αντιφάσεις αυτές γεννιούνται από τις κοινωνικές, τις ταξικές της επιλογές και δεν είναι παρά μεταφορά των αντιφάσεων –του δίδυμου προσδοκίας/φόβου– που διακατέχει την κοινωνική βάση στο επίπεδο του πολιτικού φορέα.
Οι κίνδυνοι που εμπεριέχουν αυτές οι επιλογές δεν θα φανούν στο συνέδριο. Με τη λαοθάλασσα –3.500– των συνέδρων δεν υπάρχει ουδείς κίνδυνος για ουσιαστική συζήτηση και σύνθετους προβληματισμούς. Το συνέδριο κινείται με τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας σε καιρούς παρακμής της αστικής κυριαρχίας και ενσωματώνει όλες τις τεχνικές τού «μιλάμε πολύ χωρίς να λέμε τίποτα». Τα αστικά μεσοστρώματα όμως, όπως είπαμε, «αναθέτουν», δεν «αναλαμβάνουν». Και, όπως κάθε εργοδότης, είναι πολύ αυστηρά με τον εργολάβο που προσέλαβαν για την εκπλήρωση των επιθυμιών τους: εάν αποτύχει του φορτώνουν όλες τις ευθύνες, τον καταστρέφουν με μίσος και αναζητούν τον επόμενο «θαυματοποιό-λαοπλάνο».
Αναλαμβάνοντας τη μεσοαστική εργολαβία ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει σε κίνδυνο το ίδιο το πολιτικό σκηνικό. Η αυριανή οργή των μεσοστρωμάτων θα περιλάβει την Αριστερά, στο όνομα της οποίας ο επίδοξος κυβερνητικός σχηματισμός πολιτεύεται, και τον σοσιαλισμό, του οποίου οι αξίες αποτελούν «γνώμονα και κριτήριο» (συμβουλευτικά…) όπως λένε στην Κουμουνδούρου. Με τον τρόπο αυτόν, η «αποκάλυψή» του διά της μικροπολιτικής, της μεταφυσικής και της παραπλάνησης δρόμου προς την εξουσία μπορεί να ανοίξει πράγματι τον δρόμο στο παρελθόν: στη στροφή δηλαδή των κοινωνικών ομάδων που έλκονται από τον θελκτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ σε ολοκληρωτικές, νεοναζιστικές προτάσεις των οποίων το πρόπλασμα διακρίνεται με ευκρίνεια γύρω μας.
*Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο ΑΠΘ