Σχολιάζει ο Παναγιώτης Τζανετής
Συχνά στον μάντη κακών αποδίδεται, απαξιωτικά, ο όρος «Κασσάνδρα». Η ομηρική ήταν αξιόπιστη ωστόσο οι γύρω της δεν την πίστευαν. Κακώς.
Βέβαια, με το θερμόμετρο στους 38ο και τον Μάη να μας στέλνει στις παραλίες σαν να ήταν Αύγουστος, το τελευταίο που έχει κανείς όρεξη είναι να συζητήσει τις επιδόσεις του corona virus. Κατανοητό, οπότε σταματήστε την ανάγνωση εδώ γιατί μάλλον θα σας δυσαρεστήσω.
Αφού επιμένετε, ας ξεκινήσουμε από τα «σκληρά»
Μια ειδική μορφή ενημέρωσης είναι εκείνη όπου πρέπει να ενημερώσεις, ως ιατρός, τους οικείους για την δυσμενή πρόγνωση του προσφιλούς τους νοσηλευόμενου (πχ σε μια ΜΕΘ).
Όταν τα νέα είναι κακά, αν δεν χρησιμοποιήσεις εκφράσεις ρητές, λιτές, σκληρές και για να κυριολεκτούμε, αν δεν χρησιμοποιήσεις το τρισύλλαβο «θάνατος», τα λόγια σου θα εκληφθούν τελείως αντίθετα.
Η παραμικρή ασάφεια ή στρογγυλοποίηση, που γίνεται από τους νεαρότερους ιατρούς με ευγενή πρόθεση, οδηγεί σε αμφίσημο μήνυμα. Η ψυχολογική ανάγκη του ακροατή είναι να διακρίνει χαραμάδες ελπίδας εκεί, που δεν υπάρχουν και να «πιαστεί» μετά από αυτές. Αν πεις «ο ασθενής θα … φύγει», όπως είναι το τηλεοπτικό στερεότυπο, η πιθανότερη απάντηση που θα λάβεις είναι «Πού θα πάει;» Θα εκληφθεί δηλαδή ως «μεταφερθεί»! Τόσο πολύ λείπει η αναγκαία απόσταση και τόσο έτοιμα είναι τα πράγματα για παρεξηγήσεις.
Το συνολικό μήνυμα που εκπέμπει σήμερα η ελληνική πολιτεία βρίθει αμφισημιών. Είναι προφανές, μέσα από όλες αυτές, το τι επιλέγει να κρατήσει ο μέσος άνθρωπος. Ο κ Τσιόδρας σύντομα θα είναι ντεμοντέ και ταχέως θα απομυθοποιηθεί. Μακάρι. Μέχρι τότε όμως προσέξτε την απέλπιδα προσπάθεια του να καταστήσει τους Έλληνες κοινωνούς των αποριών, των αμφιβολιών, των διαψεύσεων, της άγνοιας. Δεν ζήλεψε την δόξα του Καρλ Πόπερ (*), προσπαθεί να βγάλει μέρος της ευθύνης από πάνω του. Κασσάνδρα!
***
Κι οι άλλοι είναι αφελείς; Ακόμη κι ο δήμαρχος Αθηναίων, που είχε για χρόνια τον κ Ν Χαρδαλιά βοηθό του, σας μοιάζει τέτοιος; Όταν ο ιός σάρωνε την Δυτική Ευρώπη & την Βόρεια Αμερική ήταν, άραγε, εκείνοι αφελείς ή είχαν ηλίθιους ηγέτες; Είχαν αεροδρόμια, πυκνοκατοικημένες περιοχές και την υψηλή κινητικότητα της ανάπτυξης τους, που όπως φάνηκε ήταν βούτυρο στο ψωμί του ιού.
Θα πει κανείς κι εμείς, τι είμαστε, η Ποντγκόριτσα του Μόντενέγκρο; Όχι η δική μας τύχη δεν ήταν μόνο η σχετική μας καθυστέρηση & απομόνωση, όσο ότι ήτανε Φλεβάρης Στην ελληνική μονοκαλλιέργεια του τουρισμού ακόμη και σε χειμερία νάρκη, σαν την αρκούδα, να έπεφτε η ελληνική οικονομία, μικρό το κακό. Ενώ τα εργοστάσια του Μπέργκαμο δουλεύανε ακόμη εμείς το κλείσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ευτυχώς.
Τρίτος λόγος ήταν η κατάσταση του ΕΣΥ, που δεν άφηνε περιθώρια για έπαρση. Ούτε τώρα αφήνει! Μην ακούτε τους πολιτικούς, τους πρώην και επόμενους, που συγχαίρουν. Τον εαυτό τους συγχαίρουν, ενώ το ξέρουν ότι ο εχθρός πέρασε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Τώρα που ηρεμήσαμε, έχει λόγους να πιστεύει κανείς ότι το Μανχάταν ή το Λονδίνο ζηλεύει το σύστημα στο Χαϊδάρι; Ούτε αυτοί που πήραν τις αποφάσεις είχαν. Να το πω κατά τρόπο που δεν θα αρέσει καθόλου. Αν δεν σταμάταγε την μπάλα το σέντερ μπακ (η καραντίνα), ο τερματοφύλακας ήτανε ρούφουλας…. Και το ξέραμε. Ευτυχώς.
Ειδικής αναφοράς χρήζει ο στιλπνός ιδιωτικός τομέας, που αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη για πολλούς. Όχι τόσο αυτούς που τους πήραν το τρακοσάρι μέσα στην τρομάρα, όσο για αυτούς που ψάχνανε ιδιώτη γιατρό και τους απαντούσε «έχω παιδιά» ή πήγαιναν με την ιδιωτική τους ασφάλεια και την στηθάγχη τους αλλά όταν βγαίνανε θετικοί, οι λαμπρές αυτές εταιρείες τους δείχνανε τον δρόμο για τη Σωτηρία, που έχει και ωραίο πευκώνα. Δεν το ξέρανε. Κακώς.
Θυμήθηκαν οι Έλληνες ότι οι γιατροί τους έχουν τις αρετές του Οδυσσέα Σκληροτράχηλοι, πολυμήχανοι και ταξιδιάρηδες. Γι’ αυτό παίρνουν των ομματιών τους. Ελάχιστα ήταν τα παρατράγουδα με τήβεννο όπως της ηλικιωμένης καθηγήτριας με την Θεία κοινωνία. Τίποτε, μπροστά στον υπέρ καμερών λόγο του καθ. κ Μπαμπινιώτη ή στον υπέρ Σκέρτσου λόγο του καθ. κ. Γεραπετρίτη.
****
Ξαναγυρνάμε στους πολιτικούς, που «ακούνε τους ειδικούς» και μπράβο τους. Όχι πάντα όμως . .. Για πιθανή Σιγκαπούρη στα προσφυγικά camps μίλησε ο κ Τσιόδρας μέσα από την Αριστοτέλους.
Άκουσε τίποτε ο κ. Μηταράκης; Το εμπιστεύτηκε μήπως στον κ. Μητσοτάκη; Τι είναι το φαινόμενο Σιγκαπούρης; Στον Guardian, όχι στον ΣKAI ….
Τα δύσκολα για τους πολιτικούς δεν είναι αυτά. Τώρα που έφθασε καλοκαιράκι, η αρκούδα της οικονομίας ξύπνησε από την υποχρεωτική χειμέρια νάρκη και κουνάει τα κάγκελα. Προς το παρόν συγκρατημένα αλλά η πίεση θα κορυφωθεί. Οι αποφάσεις, αν χρειαστούν, δεν θα είναι πια οριζόντιες ούτε αυτονόητες ούτε θα οδηγούν σε ύμνους. Μπορεί να αμφισβητηθούν πολλαπλώς και να είναι εντελώς αντιδημοφιλείς.
*****
Ένα παράδειγμα τώρα για τους πανηγυριστές Κυψέλης τε και Ομονοίας. Έστω ότι, τέλη Φλεβάρη, ένας επαγγελματίας ασυμπτωματικός ερχόταν σε επαφή, χωρίς προφυλάξεις, με 200 πελάτες Το πελατολόγιο του ιού ήταν και οι 200. Στο δεύτερο επιδημικό κύμα ένας συνάδελφος του, επίσης ασυμπτωματικός, έρχεται σε επαφή με τους ίδιους 200. Το πελατολόγιο του ιού αυτή την φορά είναι περιορισμένο. Μόλις 199 γιατί ο ένας το έχει περάσει κι έχει ανοσία. Συμπέρασμα: με ανοσία <0.5% ή ο τρόπος επαφής πρέπει να αλλάξει ριζικά ή οι 200 πελάτες να μειωθούν δραματικά ή οι συνέπειες θα είναι προφανείς μέχρι το εμβόλιο.
Που βαδίζουμε; Όπως αναρωτιόταν κι ο αξέχαστος Βασίλης Αυλωνίτης. Ανεπαισθήτως, διολισθαίνουμε προς Σουηδία. Γλυτώσαμε το μεγάλο τράκο αλλά ένα νέο επιδημικό κύμα θα μας βρει και πάλι στην αφετηρία κι όχι λίγο πριν τον τερματισμό. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα. Η σταδιακή οικοδόμηση ανοσίας (σχολεία, μετακινήσεις κλπ), η βελτίωση του ΕΣΥ, η τροποποίηση της συμπεριφοράς και η υπεύθυνη κεντρική διαχείριση θα μειώσουν τον φόρο αίματος.
Σκέψεις όπως η διενέργεια εκλογών για να «παντελονιάσει» κάποιος τα κέρδη των πρώτων εντυπώσεων ή η επανέναρξη πεζοδρομιακών διαλόγων του τύπου «ο λαός απορεί τι θα γινόταν αν …», πέραν της προφανούς ιδιοτέλειας, δείχνουν ασύγγνωστη οίηση & αμεριμνησία.
(*) θεωρητικός της επιστημολογίας. Η θεωρία του περί διαψευσιμότητας ορίζει ότι μια επιστημονική θέση πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.