Παναγιώτης Τζανετής
Τι αντίδραση θα προκαλούσε το ερώτημα εάν στο Γουέμπλει πήγε ο Παναθηναϊκός ή μήπως ήταν ο Ολυμπιακός; Ακόμη κι ο πλέον απογοητευμένος από την αριστεία Αλαφούζου, θα γελούσε τρανταχτά με μια τέτοια θρασεία προσπάθεια να ξαναγραφεί η ιστορία. Ακόμη κι αν είχε γεννηθεί 49 χρόνια μετά, δηλαδή φέτος.
Τι κάνει όμως την συζήτηση περί της υποτιθέμενης αντιφασιστικής πρωτοπορίας της ΝΔ δυνατή; Είναι η μιντιοκρατία, που έχει χάσει το μέτρο και αυτοθαυμάζεται ότι μπορεί ανέτως να κάνει το μαύρο – άσπρο, αξιοποιώντας φυσικά και την κατάσταση του αντιπάλου κόμματος (ή κώματος;). Σε κάθε περίπτωση, αυταπατάται! Περί του τυμπανιαίου πτώματος της «Χρυσής Αυγής», έχει στηθεί ένα παζάρι όχι περί του ποιος την σκότωσε αλλά περί του ποιος θα αναλάβει την τελετή της εξοδίου ακολουθίας και θα επωφεληθεί των εξόδων κηδείας. Διαπρέπουν ιδιαιτέρως σε επίδειξη αυστηρότητας όσοι τηλε-δίαυλοι τους πρόβαλαν, ακόμη και μετά την δολοφονία Φύσσα, είτε γιατί είναι ενοχικοί είτε γιατί είναι απλώς πεισμένοι ότι απευθύνονται σε κοινό λωτοφάγων.
Οι ίδιοι οι θλιβεροί πρωταγωνιστές ουδόλως αποδείχθηκαν ισοϋψείς των προτύπων τους, αν αναλογιστούμε τον τρόπο που τερμάτισαν οι πλείστοι των «δασκάλων» τους την ζωή τους. Άλλος παρασέρνοντας στην αυτοκτονία τα έξι του παιδιά κι άλλος την Εύα Μπράουν και το λυκόσκυλο του, την παραμονή της Εργατικής Πρωτομαγιάς του ‘45. Ακόμη κι ο Γκαίρινγκ, που ο Χίτλερ τον αποκήρυξε για την επιμονή του να σωθεί, δραπετεύοντας από το Βερολίνο, προτίμησε τελικά την αυτοκτονία όταν το δικαστήριο αρνήθηκε να του «παραχωρήσει» το προνόμιο της εκτέλεσης δια τυφεκισμού κι επέμεινε στον ατιμωτικό του απαγχονισμό. Είχαν μια κάποια αίσθηση προσωπικής τιμής εκείνοι οι εγκληματίες…
Πολλοί πιστεύουν ότι η κατωτερότητα των εγχωρίων χιτλερικών είναι απότοκος της έλλειψης γνησιότητας, θεωρώντας τους ως απλά δοσιλογικά αντίγραφα. Θεωρούν ότι είναι μια παραλλαγή των ταγματασφαλιτών ή ακόμη και των συνωστιζομένων γελοίων οπαδών του Στυλιανού Παττακού. Νομίζω ότι εδώ αδικείται ο εγχώριος φασισμός. Ο ευρισκόμενος σε διαρκές φλερτ με την ακροδεξιά, Λοβέρδος, (οροθετικές, Γεωργιάδης κλπ) χαρακτήρισε την ΧΑ ως το πιο γνήσιο κίνημα της μεταπολίτευσης.
Πέραν των φθηνών αντιτύπων, που με μεγάλη ευκολία στελέχωσαν στην συνέχεια την εξουσία των νικητών, είτε μετά την Κατοχή είτε μετά την Χούντα, η Ελλάδα δεν υπέστη τον φασισμό ως εισαγόμενο κακό και μόνον. Υπήρξε στην προ-πορεία του φασιστικού φαινομένου με τους «Επίστρατους» του διακεκριμένου επιτελικού Ιωάννη Μεταξά, όταν ένας εκπαιδευτικός (δημόσιος υπάλληλος), ο Μπενίτο Μουσσολίνι προσπαθούσε ακόμη να αποτινάξει το μίασμα του πασιφιστή – σοσιαλιστή του AVANTI και ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ακόμη ένας άγνωστος υπαξιωματικός (ελαιοχρωματιστής).
Αν όμως το πράγμα έχει ιστορία περισσότερο από αιώνα, την οποία η ΧΑ αξιοποιούσε με πιο χαρακτηριστική την «ξεπατικωτούρα» Κασιδιάρη επί του ηγέτη της νεολαίας της 4ης Αυγούστου, προς τι ο εφησυχασμός;
Στην γενέθλια αντινομία του σύγχρονου ελληνικού κράτους το προοδευτικό, το σύγχρονο, το δικαιωματικό δεν είναι παρά μια ψευδεπίγραφη πρόφαση της επιβίωσης με άλλη φορεσιά των ίδιων αξιωματούχων του Σουλτάνου. Η κληρονομιά της στάσης του Ευρωπαίου Μαυροκορδάτου, υπερτόνισε ως αντίδραση, την ανάγκη ενός ισχυρού «λεβέντη» ή «πατερούλη» που θα βάλει τους κατεργάρηδες επιτέλους σε τάξη και θα υπερασπιστεί τον πτωχό λαό. Από τον καιρό του Κολοκοτρώνη και του Ρωσικού κόμματος το αίτημα υποτροπιάζει συνεχώς, ίσως γιατί όλο και κάποιος γελοιοποιεί τις έννοιες κοινοβουλευτισμός, εκσυγχρονισμός, Ευρώπη, «πρόοδος». Επίσης συνεχώς!
Η ανάλυση των Μαξιμογράφων ότι οι ίδιες συνθήκες που γιγάντωσαν την ΧΑ έφεραν και την ανάρρηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποσκοπεί στο να αναδείξει την απλοϊκή θεωρία των δύο άκρων. Όλοι οι «αγανακτισμένοι» (του Μίκη άραγε περιλαμβανομένου;) θεωρούνται δυνητικοί φασίστες. Το ξέρουν ότι είναι πολύ νωρίς για τέτοια αλλά εργάζονται για το μέλλον, εμπνεόμενοι από τις σημερινές ανιστόρητες αναγνώσεις του Β’ Παγκοσμίου. Χωρίς να το θέλουν όμως, κάπου φωτίζουν και την αλήθεια.
Αν λοιπόν οι μνημονιακές συνθήκες επώασαν το εν υπνώσει προϋπάρχον από αιώνος παθογόνο αίτιο, τι μας βεβαιώνει ότι δεν θα υπάρξει μια επανάληψη και μάλιστα πολύ χειρότερη; Τότε το στριμωξίδι, του ποιος θα πρωτο-σηκώσει το φέρετρο του βουρδούλακα, θα μοιάζει με τον ψευδοθρίαμβο της Σαντορίνης, του Μητσοτάκη επί του κορωνοϊού.
Οι διάφοροι, θα ήταν καλύτερα να μας πουν το πώς ακριβώς η αντιμετώπιση από πλευράς των νεοφιλελεύθερων της συνδυασμένης απειλής ακεραιοτήτων (εδαφικής, υγειονομικής, οικονομικής) με συνδυασμούς τύπου Ντόκου – Μαγιορκίνη -Πισσαρίδη δεν θα κάνει τις μνημονιακές συνθήκες να φαντάζουν ένας υγιεινός περίπατος;
Στην κρίσιμη στιγμή μιας υποτροπής, ποιος θα υπερασπιστεί εκ νέου την δημοκρατία, μήπως το διάτρητο τείχος της; Πάντως όχι τα συνδικάτα, οι λαϊκές συνελεύσεις, τα δημοκρατικά σώματα ασφαλείας, οι αγωνιστικές νεολαίες, η λαμπρή διανόηση, γιατί απλώς δεν υπάρχουν. Μήπως τότε το παρακμιακό κόμμα της ΝΔ, που βλέπει την μοίρα του ΠΑΣΟΚ να πλησιάζει;
Όσον αφορά το ποιος κάρφωσε την σημαία στο Ράιχσταγκ, αυτός λεγόταν λοχίας Μιχαήλ Μίνιν και δεν συνέγραψε ποτέ απομνημονεύματα.