Του Σταύρου Καπάκου
Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα τόσο της βαθιάς κρίσης του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτικών σοκ που συμφώνησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις με την τρόικα.
Η βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και οι ευθύνες για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών αλληλοτροφοδοτούνται. H μία τροφοδοτεί και βαθαίνει την άλλη. Η κοινωνική οργή που συσσωρεύτηκε από την έκρηξη αυτής της διπλής κρίσης -πολιτικής και οικονομικής- αποτέλεσε και την κοινωνική δυναμική που “παρέσυρε” τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη διάσπασή του, με την αποχώρηση του μεγαλύτερου όγκου της ανανεωτικής πτέρυγας, αλλά και την κατασπατάληση λόγω εσωτερικών αντιφάσεων μιας πρόδρομης κοινωνικής “έκρηξης” λίγα χρόνια πριν.
Στην πολιτική εκείνο που κυρίως μετράει είναι η κοινωνική δυναμική. Οι επιμέρους παράγοντες, δεν είναι ασφαλώς αμελητέοι, παίζουν τον ρόλο τους διευρύνοντας ή φρενάροντας την πολιτική έκφραση της κοινωνικής δυναμικής. Γιατί όμως οι πολίτες επέλεξαν κατά βάση τον ΣΥΡΙΖΑ για να εκφράσουν την έντονη διαμαρτυρία τους για την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και την κατάρρευση της ίδιας της ζωής τους; Επειδή ήταν ριζοσπαστικός ή επειδή ήταν συγγενής ο χώρος της Κεντροαριστεράς, που υπέστη το μεγαλύτερο βάρος της οργής των πολιτών, κυρίως αυτών που αποτέλεσαν επί χρόνια τη ραχοκοκαλιά της κοινωνικής του βάσης;
Ασφαλώς και τα δύο. Ο ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε τον ρόλο του. Αν ήταν ίδιος με το ΠΑΣΟΚ δεν θα αποτελούσε υποδοχέα και εκφραστή της κοινωνικής διαμαρτυρίας αλλά θα πληττόταν και αυτός από τη διπλή κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και οικονομικής κατάρρευσης.
Αντιθέτως, όχι μόνο δεν επλήγη αλλά αποτέλεσε απάντηση της κοινωνίας στην κρίση. Οι μεγάλες μετακινήσεις ξεκινούν από τους συγγενείς πολιτικούς χώρους, πολύ περισσότερο όταν και οι δύο, ιστορική Αριστερά και Κεντροαριστερά, αναφέρονται στην ίδια κοινωνική βάση, τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, τους μικρομεσαίους, τους νεολαίους.
Ο κόσμος δεν μετακινήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή ο πολιτικός φορέας της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατέκτησε αίφνης την ηγεμονία ούτε επειδή πείστηκε για την απόλυτη ορθότητα της εναλλακτικής του πρότασης. Ένα ανάχωμα στις πολιτικές σοκ έψαχναν οι πολίτες και το βρήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς διευκόλυνε μια μεγάλη πολιτική μετακίνηση προς τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο από τις δυνάμεις της ιστορικής Αριστεράς όσο -κυρίως- από τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Τα πιο δυναμικά στρώματα της Κεντροαριστεράς ριζοσπαστικοποιήθηκαν “παρασύροντας” και τον ΣΥΡΙΖΑ, προσδίδοντάς του πρωτοφανή δυναμική για τα δεδομένα ενός αριστερού κόμματος.
Ενώ, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Αριστερά και όχι Κεντροαριστερά, οι πολίτες που αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί δεν είναι ούτε κατά διάνοια το 27% του εκλογικού σώματος, πολύ δε περισσότερο που το ποσοστό υπερβαίνει το 35% αν συνυπολογιστούν και οι ψηφοφόροι των άλλων δυνάμεων της ιστορικής Αριστεράς.
Η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς άφησε πολιτικά ορφανές τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, ο κύριος όγκος των οποίων κατευθύνθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ένα άλλο τμήμα, το πιο μεταρρυθμιστικό, προς τη ΔΗΜ.ΑΡ. (σ.σ.: μετακινήσεις παρατηρούνται και στον αστικό πόλο, οι οποίες αξίζει να προσεχθούν γιατί ιστορικά οι φασίζουσες αντιλήψεις είχαν διεισδυτικότητα στους νέους και τις γυναίκες).
Όσοι υπερτονίζουν τη ριζοσπαστικότητα ως ειδοποιό διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία οφείλει μάλιστα να ενισχύσει, παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς σε αναγέννηση της κομμουνιστικής προοπτικής. Όσο όμως προκρίνεται αυτή η επιλογή, τόσο θα μειώνεται η κυβερνητική προοπτική της Αριστεράς, καθώς ακόμη και σήμερα, εν μέσω βαθιάς κρίσης, το ποσοστό των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί -πολύ περισσότερο ως νεοκομμουνιστές- υπολείπεται των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν πολιτική είναι δράση με “όπλα” αρχές και αξίες για την αλλαγή των συσχετισμών, για τη διάσπαση των συμμαχιών του αντιπάλου και τη διεύρυνση δικών σου συμμαχιών, η ενδεχόμενη νεοκομμουνιστική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα μεταβάλει τους συσχετισμούς επί το δυσμενέστερο για τον ίδιο. Αυτό δεν απαιτεί ιδιαίτερη πολιτική εμπειρία και αναλυτική επάρκεια για να το καταλάβει κανείς. Θέμα κοινής λογικής είναι, όποια άποψη για τη φυσιογνωμία του κι αν υποστηρίζει.
Το ερώτημα επομένως είναι τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Θέλει να αποτελέσει φορέα κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης ή θέλει να κυβερνήσει, σε ποια προοπτική, με ποιους συμμάχους; Και οι δύο είναι θεμιτές πολιτικές προτάσεις. Το θέμα είναι ποια από τις δύο επιλέγει σήμερα. Αν θέλει να κυβερνήσει, οφείλει να αναζητήσει συμμάχους, πολιτικούς και κοινωνικούς, στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, της οικολογίας, των κινημάτων της εργασίας με τη διευρυμένη έννοια, υπερβαίνοντας τον εργατισμό και τον οικονομισμό. Αν αυτό, όμως, θεωρείται εκ προοιμίου “ιεροσυλία” και “προδοσία” και όχι μάχη για την οικοδόμηση της ηγεμονίας, είναι πασιφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει. Και γι’ αυτό δεν θα ευθύνονται οι πολίτες, αλλά οι επιλογές του.
Αν φοβάται να αναλάβει τις ιστορικές του ευθύνες, μην τυχόν και “μολυνθεί” ή απολέσει τον ριζοσπαστισμό του, αν αποφύγει την εν θερμώ πολιτική του ωρίμανση και την εκπόνηση μιας πραγματικά εναλλακτικής του πρότασης, στο όνομα μιας μεταφυσικής επαναστατικότητας που υποβαθμίζει τη διαλεκτική του συγκεκριμένου για χάρη των “ιερών κειμένων”, τότε όχι μόνο θα μείνει στα αζήτητα της ιστορίας, αλλά τελικά θα απολέσει και τον ίδιο τον ριζοσπαστισμό του.
Ο ιστορικός ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να υιοθετεί όποιο αίτημα διατυπώνουν οι κοινωνικές ομάδες, που πλήττονται από τις πολιτικές σοκ, αλλά να ιεραρχεί και να συνθέτει τα αιτήματα αυτά στην κατεύθυνση της εξόδου και όχι της αναπαραγωγής των όρων της κρίσης, ανοίγοντας τον δρόμο στον κοινωνικό μετασχηματισμό στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η υποτίμηση του αντιπάλου είναι δείγμα της δική σου κατωτερότητας, όπως θα έλεγε ο Γκράμσι…
Πηγή: Αυγή