Γιώργος Καρελιάς
Η ελληνογαλλική συμφωνία ψηφίστηκε από τη Βουλή. Το πόσο σημαντική είναι θα φανεί αν-ο μη γένοιτο-χρειαστεί να ενεργοποιηθεί το άρθρο 2, το οποίο προβλέπει τη συνδρομή της Γαλλίας σε περίπτωση που η ελληνική επικράτεια δεχτεί επίθεση από την Τουρκία. Εννοείται ότι προτιμότερο είναι να μη χρειαστεί ποτέ να γίνει αυτό.
Στη συζήτηση ο πρωθυπουργός, υπουργοί και κυβερνητικοί βουλευτές έκλιναν σε όλες τις πτώσεις το επίθετο «ιστορική». Οι μεγαλοστομίες περίσσεψαν. Θα αρκούσε το επιχείρημα ότι η ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της Ευρώπης, η Γαλλία, παρέχει μια έγγραφη διαβεβαίωση ότι θα συνδράμει την Ελλάδα, αν η επικράτειά της δεχτεί επίθεση. Φυσικά, αυτή η διαβεβαίωση δόθηκε, αφού η Ελλάδα θα βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για τα πανάκριβα αεροπλάνα και τις πανάκριβες φρεγάτες και θα καλύψει έτσι ένα μέρος της «χασούρας», που είχε η Γαλλία από την αιφνίδια απόφαση της Αυστραλίας να ακυρώσει τη μεγάλη παραγγελία για αγορά γαλλικών υποβρυχίων. Αυτό είναι το υπόβαθρο της συμφωνίας, η σημασία της οποίας καλύτερα να μη χρειαστεί να ποτέ να αποδειχθεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αρκέστηκε στην προβολή των επιχειρημάτων-και υπάρχουν αρκετά- για την «εθνική επιτυχία». Θέλησε να «εκβιάσει» την θετική ψήφο όλης της αντιπολίτευσης και, πρωτίστως, του ΣΥΡΙΖΑ και κατέληξε να καταλογίσει στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι «απόντες από το εθνικό μέτωπο».
Ο πρωθυπουργός υποκρίνεται. Δεν υπάρχει κανένα εθνικό μέτωπο. Υπάρχει μια αμυντική και οικονομική συμφωνία, που υπέγραψε η σημερινή κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας λέει «όχι» και δεν πρωτοτυπεί. Το ίδιο έκανε κι ο κ. Μητσοτάκης πριν από λίγα χρόνια, όταν έλεγε «όχι» στην Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε «εθνική επιτυχία». Και εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ήταν, αφού ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο δεν έθεσε κανένα βέτο στις ένταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως απειλούσε το 2019, αλλά τώρα υπερθεματίζει για την ένταξή της. Οσο ήταν στην αντιπολίτευση, ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήριζε εκείνη τη συμφωνία «κακή» και «εθνικά επιζήμια», διότι έπρεπε να πάρει την ψήφο των «μακεδονομάχων». Σήμερα, ως πρωθυπουργός έχει αλλάξει ρότα.
Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να καταψηφίσει τη συμφωνία με τη Γαλλία δεν ήταν εύκολη. Γιατί η συμφωνία έχει και θετικά. Το επιχείρημα, που πρόβαλε ο κ. Τσίπρας, ότι η συμφωνία δεν προβλέπει συνδρομή της Γαλλίας αν η Τουρκία παραβιάσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ(παρά μόνον αν δεχθεί επίθεση η επικράτειά της), δεν είναι ισχυρό. Ούτε είναι βάσιμος λόγος καταψήφισης η πρόβλεψη ότι η Ελλάδα μπορεί να στείλει στρατιώτες για να υποστηρίξουν γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αφρική. Αντίθετα, είναι ισχυρό το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει σε μια κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία, η οποία ετοιμάζεται ήδη να απαντήσει με δικές της αγορές οπλικών συστημάτων.
Αυτό που δεν χρειαζόταν ήταν η «υπόσχεση» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ότι μια δική του κυβέρνηση «θα αλλάξει» τη συμφωνία. Πρόκειται για ασύγγνωστη υπερβολή. Διότι ο κ. Τσίπρας γνωρίζει καλά ότι τέτοιες συμφωνίες δεν αλλάζουν μονομερώς, πρέπει να συμφωνήσει και το άλλο μέρος. Και δεν γνωρίζουμε αν η γαλλική κυβέρνηση(όποια είναι, αν τεθεί το αίτημα) θα συμφωνήσει.
Συμπέρασμα πρώτο: Η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ακριβή. Αυτό είναι βέβαιο. Μακάρι να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να μη χρειαστεί ποτέ να δούμε αν η Γαλλία θα τηρήσει τη δέσμευση που έχει αναλάβει.
Συμπέρασμα δεύτερο: Ο κ. Μητσοτάκης δεν δικαιούται να ζητάει από την αντιπολίτευση να συνταχθεί μαζί του, διότι ούτε εκείνος το έκανε σε ανάλογη συμφωνία στο πρόσφατο παρελθόν, όταν καθόταν στα αντιπολιτευτικά έδρανα. Ο κ. Τσίπρας ορθώς επιχειρηματολόγησε για ορισμένα σημεία της συμφωνίας. Αλλά η υπερβολή «θα την αλλάξουμε» δεν χρειαζόταν. Κάτι θα έπρεπε να έχει διδαχτεί από το δικό του κυβερνητικό παρελθόν.