Νίκος Ξυδάκης
Η Μεγάλη Ύφεση εδραίωσε την επισφάλεια ως τη νέα σταθερά στο συλλογικό και ατομικό φαντασιακό. Η πανδημία πρόσθεσε τον φόβο.
Φόβο της αρρώστιας, φόβο του θανάτου. Ο φτωχός μπορεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ελεύθερο, να παλέψει για το μέλλον, να επανεκκινήσει. Ο απειλούμενος από τον θάνατο της πανδημίας αποστερείται ακόμη και το φάντασμα της ελευθερίας.
Αυτή είναι η γενική συνθήκη. Η ειδικότερη είναι το πολιτικό πρόβλημα· πρόβλημα ηγεσίας, έλλειψη συλλογικού οράματος, κρίση αντιπροσώπευσης, ελλοχεύων διχασμός. Η άνοδος της Νεοδεξιάς στην εξουσία, μερικούς μήνες πριν από την πανδημία, είναι ιστορικό ατύχημα.
Εχουμε εντοπίσει από νωρίς μια μετάλλαξη της συντηρητικής παράταξης, όπως διαμορφώθηκε μεταπολιτευτικά, στη σκιά του ΠΑΣΟΚ, σε μια Νεοδεξιά μισανθρωπική και αντικοινωνική, που δρα σαν να παίρνει εκδίκηση από την ιστορία και τους Ελληνες.
Η Νεοδεξιά του Κυρ. Μητσοτάκη, των τεχνοπαγανιστών επιτελών του και των ετερόκλητων ακροδεξιών και κοτζαμπάσηδων που τη συναπαρτίζουν, είναι ένα μόρφωμα με υπερσυντηρητικά, αντιδραστικά χαρακτηριστικά, με ξεκάθαρη διάθεση να εκποιήσει τον εναπομείναντα δημόσιο πλούτο, να απαλείψει τα δημόσια αγαθά, να αναδιανείμει δραματικά τον πλούτο και την ισχύ προς όφελος μιας προσοδοθηρικής ελίτ, και όλα αυτά να τα επιβάλει είτε με την προπαγάνδα και το ψέμα είτε με την καταστολή και την ωμή βία.
Κοινωνικός δαρβινισμός
Ποτέ άλλοτε στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, από το 1974 έως σήμερα, δεν βιώσαμε τόση οικογενειοκρατία, τόση αναξιοκρατία, τόση αδιαφάνεια στη διάθεση του δημόσιου χρήματος, τόση περιφρόνηση για τον δημόσιο χώρο και το δημοκρατικό fair play, τόση έμπρακτη αναλγησία για τους αδύναμους και τους νεόπτωχους.
Ποτέ άλλοτε, κατά τη Μεταπολίτευση, μια πολιτική ηγεσία δεν μίσησε τόσο φανερά την κοινωνική κινητικότητα και δεν ύμνησε τον κοινωνικό δαρβινισμό υπέρ των γιαλαντζί γαλαζοαίματων και των αρίστων με πέτσινα πτυχία. Ποτέ άλλοτε μια πολιτική παράταξη δεν έφτυσε κατάμουτρα την ίδια την εκλογική της βάση. Το κάνει η Νεοδεξιά του Κυρ. Μητσοτάκη και ο ίδιος ο Κυρ. Μητοστάκης.
Ολη η δημόσια συμπεριφορά, το habitus και οι επικοινωνιακές δράσεις του πρωθυπουργού συγκροτούν ένα μήνυμα: είμαστε οι πατρίκιοι, είσθε οι πληβείοι· αποθαυμάστε πώς περνούν τα γουίκεντ οι ανώτερες τάξεις, πώς ζουν σε διαρκείς διακοπές οι προορισμένες να άρχουν τις κατώτερες τάξεις· διάγουν λαμπεροί και υπέρκομψοι, υπέρκοσμοι, με ευγενή σπορ, σε νησιά, σε βίλες, κάθε σαββατοκύριακο, στέλνουν φωτογραφίες και βίντεο για να σοροπιάσει και να φθονήσει η πλέμπα· οι νεοπατρίκοι ψυχαγωγούνται και αθλούνται, ενόσω στους νεκροθαλάμους σωρεύονται μπλε σάκοι και οι αλαλιασμένοι πρεκάριοι τηλεργάζονται και τηλεκπαιδεύονται σε δυάρια.
Μια Κυριακή χωρίς σπορ ο Καίσαρ κατέβηκε στη γη, επέτρεψε στους πληβείους να τον δουν από κοντά, σχεδόν τον αγγίξουν, και ταπεινόφρων ψώνισε τσουρέκι.
Morituri te salutant
Η επικοινωνία του επιτελικού kitsch είναι μια διαρκής υπόμνηση υπεροχής και επιβολής, μια εφαρμογή βιοπολιτικής κυριαρχίας των ολίγων σαββατογεννημένων επί του πλήθους των ημίαιμων, μια διαρκής τελετή αλαζονείας και μοχθηρίας, πιθανότατα και μια τελετή μνησικακίας για ό,τι εξισωτικό συντελέστηκε στο παρελθόν, μια πράξη επαναφοράς από τη δημοκρατία και τον δαιμονικό λαϊκισμό στην αιώνια τάξη της κληρονομικής ολιγαρχίας.
Η Νεοδεξιά είναι διαρκώς και προληπτικά μνησίκακη, εχθαίρει πάντα τα δημόσια, σικχαίνεται κάθε τι εξισωτικό, λοιδωρεί τον μισθοεξαρτημένο, μισεί τις συνοικίες και τα μπανλιέ, λατρεύει τη διαρκή Παλινόρθωση, την επιτηρούμενη επιβίωση, την περιστολή του Συντάγματος, μισεί την κοινωνική και εθνική συνοχή. Για τους νεοπατρίκιους το κράτος είναι κληρονομούμενο τσιφλίκι, είναι βακούφι.
Και κάτι ακόμη: Για τους γιαλαντζί πατρίκιους της Νεοδεξιάς η Ελλάδα δεν είναι χώρα, δεν είναι πατρίδα, είναι τόπος διακοπών. Στην οριένταλ Greece is a state of mind έχουν τις βίλες τους, κάνουν μπάνια και σπορ, με φειδώ μοιράζουν πουρμπουάρ στους ιθαγενείς. Τόπος διακοπών και αρένα: οι ιθαγενείς αρπάζουν τα ξεροκόμματα του trickle down effect και κραυγάζουν «Μorituri te salutant!».
Για όλους τους υπόλοιπους, σχεδόν όλους, η Ελλάδα της Μεγάλης Ύφεσης και της Πανδημίας είναι η πατρίδα που γυμνώνεται από το νόημα και τη σάρκα της. Είναι η χώρα του, που παραδίδεται σε πραίτωρες, μαφιόζους και funds, σε λαδέμπορους και εγκληματίες με λευκά κολλάρα. Είναι οι τσιμεντόλιθοι της Στέλλας και της Ευδοκίας, επικηρυγμένοι από χωροφύλακες και ρουφιάνους.