Aι πρώται φλόγαι που κατέφαγαν την Σμύρνη, ανεπήδησαν την νύκτα της 30ης Αυγούστου κυρίως από την αρμενικήν συνοικίαν που συνώρευε με την αγορά της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες, και την ελληνικήν συνοικίαν του αγίου Γεωργίου και δι’ αυτής με την της αγίας Φωτεινής. Kαι όσον διέρρεαν αι ώραι, επορφύρωναν εντονώτερον αι φλόγες τον ουρανόν της Σμύρνης. Από την ιδίαν αυτήν συνοικίαν, ενόσω παρήρχοντο αι ώραι, ηκούοντο πυκνότεροι οι πυροβολισμοί. Ύποπτα υποκείμενα φέροντα τουρκικάς σημαίας και πάνοπλα διέτρεχαν τους δρόμους και κατηυθύνοντο προς την αρμενικήν συνοικίαν, εις την οποίαν νέαι ολοέν εξεδηλώνοντο εστίαι πυρκαϊάς.
Κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς, εντός της αρμενικής μητροπόλεως του αγίου Στεφάνου και εις το προαύλιον είχαν συγκεντρωθή πάνοπλοι αρμένιοι κακοποιοί και αντάρται και όταν προσήλθαν εκεί τούρκοι αστυνομικοί και στρατιώται δια να συλλάβουν τους κακοποιούς εδέχθησαν τα πυρά των όπλων των και ηναγκάσθησαν τότε ν’ απαντήσουν με αποτέλεσμα να συναφθή αληθής μάχη, να προκληθή η πυρκαϊά, η οποία μετέβαλεν εις πυροτέχνημα την Σμύρνην. Πρόκειται όμως περί τερατώδους ψεύδους. Η Σμύρνη ενεπρήσθη από τον Νουρεντίν, δια να επακολουθήση το αφάνταστον δράμα που επηκολούθησε.
Από την πρωίαν της 31ης Αυγούστου είχε τεθή εις πλήρη εφαρμογήν το σχέδιον του Νουρεντίν. Αι φλόγες του εμπρησμού ανεπήδων εις την μίαν και την άλλην σμυρναϊκήν συνοικίαν, ώστε ν’ αποτελέσουν αληθή αλυσίδα από την οποίαν ελάχιστοι θα εξέφευγαν κρίκοι. Τα σημεία μόνον και τα κτίρια που ήθελαν οι στρατιώται και τα άλλα όργανα του Νουρεντίν να διασώσουν, διεσώζοντο. Εκεί τουρκικά αποσπάσματα προέβαιναν εις κατεδαφίσεις και εσχημάτιζαν κενόν. Κατά τον τρόπον αυτόν εσώθη το πελώριον κτίριον της Ιταλικής Σχολής, που απετέλει το καύχημα των ιταλών και κέντρον της προπαγάνδας των.
Κατά το ίδιον τρόπον οι τούρκοι διέσωσαν και το νέον κτίριον της Ευαγγελικής Σχολής και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου, τα οποία και σήμερον αποτελούν τα κυριώτερα εκπαιδευτήριά των μαζί με το ανεγερθέν κτίριον του Πανεπιστημίου και το επισκευασθέν εκ θεμελίων διοικητήριον από τους έλληνας επίσης.
Αντιθέτως όμως το παλαιόν, αλλά επιβλητικόν κτίριον του Ομηρείου Παρθεναγωγείου κατέστρεψαν κενώνοντες δοχεία βενζίνης και πετρελαίου δια να επιταχύνουν την πυρκαϊάν. Το ίδιον έπραξαν και με όλα τα μεγάλα κτίρια δια να εξαλείψουν την μορφήν της πόλεως, αυτής της Γκιαούρ Ιζμίρ, που υπήρξε ελληνική από των αρχαιοτάτων χρόνων και από την εποχήν που την εξανάκτισεν ο Μέγας Αλέξανδρος. Αφήκαν όμως να καταστραφή από την φωτιά το αγγλικόν προξενείον, όπως και πολλά πολυτελή κτίρια ανήκοντα εις λεβαντίνους δια να πληρωθή άλλην μίαν φορά το ρηθέν, ότι την προδοσίαν ηγάπησαν πολλοί, όχι όμως και τον προδότην.
Την νύκτα από τα καταστρώματα των πολεμικών έβλεπαν εις τον ορίζοντα θέαμα το οποίον ο Νέρων διά να το απολαύση έκαυσε την Ρώμην.”
Χ. Αγγελομάτης, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ., σ. 247-248.