Της Πόπης Διαμαντάκου. Καθημερινή
Διαβάζω κάθε λεπτομέρεια που περιγράφεται σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο από τη συναυλία του Ρότζερ Γουότερς. Ψυχή εκείνων των Pink Floyd της ροκάδικης, επαναστατημένης νιότης μας, που ως φαίνεται ξεσηκώνουν μεγάλο μέρος και της σημερινής. Η μουσική δεν έχει σύνορα, ούτε εποχές. Η σκηνοθεσία ένα επικό, τεχνολογικό επίτευγμα, αλλά τα συνθήματα ίδια σχεδόν σαράντα χρόνια. Ο καπιταλισμός είναι πάντα ο εχθρός. Οι κυβερνήσεις καταγγέλλονται πάντα για αναλγησία και διαφθορά.
Παραμένουν ίδιες, λοιπόν, οι αφηγήσεις του κόσμου, που εμπνέουν τις ίδιες ακριβώς συναυλιακές «επαναστάσεις», τις οποίες αφηγούνται χρόνια μετά ως εμπειρίες ζωής όσοι τις παρακολούθησαν; Κι όμως αυτές τις τέσσερις δεκαετίες έγινε κοσμογονία. Θρυμματίστηκαν μεν τα πραγματικά Τείχη που μοίραζαν τον κόσμο στα δύο, πλην παρέσυραν μαζί τους τις «ιερές βεβαιότητες». Ιδεολογίες και «θεολογίες». Διαλύθηκαν τα υλικά εκείνου του κόσμου, τα οποία πάντως ειρωνεύονταν και φιλοδοξούσαν να ανατρέψουν τα νιάτα που πριν από σαράντα σχεδόν χρόνια, αναδείκνυαν σε μουσικό μανιφέστο στίχους και μουσικές των Pink Floyd (και όχι μόνο), δηλαδή εργασία, μεροκάματο, ωράριο, σταδιοδρομία, επιδοτούμενες διακοπές, οργανωμένη «ζωούλα», ιδιοκτησία, σύνταξη. Ναι, τότε τα ειρωνευόμαστε.
Σήμερα; Είναι βέβαιο ότι στο κοινό που χειροκροτούσε τον Γουότερς (στο ΟΑΚΚΑ και όπου αλλού) συγκλονισμένο όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις από ένα αίσθημα παγκοσμιότητας των ευγενέστερων αισθημάτων του, για αλληλεγγύη, αδελφοσύνη, αντίσταση στα εξουσιαστικά συστήματα κ.λπ., κ.λπ., βρίσκονταν πολλοί, που σήμερα έχουν αναγάγει τα αλλοτινά δεσμά της «τακτοποιημένης ζωής», σε σημερινό «προδομένο του όνειρο» και διακαή του πόθο, δηλαδή, τη σταθερή εργασία, τις διακοπές και όλα τα συναφή.
Βρισκόμαστε ήδη σε έναν καινούργιο κόσμο, που θρηνεί τα ερείπια του προηγούμενου με επικής φαντασμαγορίας νοσταλγικά υπερθεάματα. Και στον απόηχό τους δεν μπορεί να μη δει κανείς, τη μαεστρία με την οποία τα γνώριμα επικοινωνιακά στερεότυπα ενδύονται τη λάμψη της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, αυτή να υπαινίσσεται τη διαδρομή του πολιτισμού, όσο οι ιδέες αγωνίζονται να βρουν την καινούργια διέξοδο.
Ωστόσο, το πραγματικό μήνυμα ήταν στη φράση «Είναι δύσκολο να είσαι έξω από τα τείχη…» με την οποία ολοκλήρωσε τη συναυλία του ο εμβληματικός μουσικός. Είναι δύσκολο να καταρρέουν οι βεβαιότητές σου.
Είναι δύσκολο να δεχθείς την έννοια της διαρκούς αλλαγής. Αυτό που κάποτε ήταν ο πόθος, της νιότης της δικής σου και του κόσμου, όταν αγωνιζόσουν να αντιδράσεις στη συντήρηση. Το κορυφαίο επικοινωνιακό σύνθημα για την κατάρριψη του μικροαστισμού ένθεν κακείθεν του Τείχους, έγινε η κατάρα της ωριμότητας.
Πώς να μιλήσεις για έναν κόσμο όπου έχουν πλέον εγκατασταθεί έννοιες όπως «σταδιοδρομίες χωρίς σύνορα» ή «νομαδικές σταδιοδρομίες», οι οποίες καταλύουν στον πυρήνα τους συνθήματα του τύπου να «…η κυβέρνηση»; Ποια κυβέρνηση και ποιες κυβερνήσεις μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαρκώς αναπροσαρμόζεται!
Ναι, είναι αλήθεια ότι τα παραμύθια της Χαλιμάς και η Κοκκινοσκουφίτσα παραμένουν παιδικά αναγνώσματα. Μόνο που το ηλικιακό όριο των λιλιπούτειων ακροατών τους έχει μειωθεί μέχρι τη στιγμή κατά την οποία τα παιδικά χεράκια μπορούν να κρατήσουν ένα τάμπλετ και να πατήσουν κουμπιά. Ολόκληρο το επικοινωνιακό σύστημα τρίζει. Και οι σύγχρονοι «αφηγητές» -πολιτικοί, μάνατζερ, αρθρογραφούντες και διανοούμενοι- δείχνουν την αμηχανία τους με την αναζήτηση και την ανταλλαγή επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων.
Προ μηνός περιέγραφε την επικοινωνιακή αδυναμία -οξύμωρο στην εποχή της επικοινωνιακής φρενίτιδας- των καιρών άρθρο του «The New Statesman», όπου οι σύγχρονοι αρθρογράφοι παρομοιάζονταν με σαλτιμπάγκους των δρόμων. Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τους αναγνώστες τους χωρίς να λένε τίποτε πια. Θρηνούσε και αυτό μια φθίνουσα παράδοση αρθρογράφων, που σφράγισαν πένες, όπως του Μπέρναρ Σο ή της Φρανσουάζ Σαγκάν, πιστών στις αξίες της δημοκρατίας, τους οποίους διάβαζε ένα ευρύ κοινό και διαμόρφωνε αντιλήψεις. Κοινό σήμερα όμως κατακερματισμένο, σε ομάδες συμφερόντων που δεν καταχωρίζονται στις παλιές γνώριμες δεξαμενές.
Ολοι ωστόσο, μέλη του ίδιου πανικοβλημένου κόσμου της διαρκούς «κινητικότητας». «Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που έχει η μεσαία, άλλοτε ανερχόμενη, τάξη Αμερικανών, έχουν και οι δημοσιογράφοι της», θα πει ο Ομπάμα σε συνέντευξή του σε καλωδιακό δίκτυο, όπου ρωτήθηκε για την «κρίση στον Τύπο». Είναι πλέον «νομάδες δημοσιογράφοι» που πρέπει να επιβιώσουν αλλάζοντας μέσα και εργοδότες. Ναι, είμαστε ένας κόσμος στον αέρα, σαν τους αιωρούμενους, γιγάντιους βράχους του φανταστικού πλανήτη στο «Αβαταρ» του Κάμερον.