Η εμφάνιση της νέας πολιτικής κινήσεως υπό την επωνυμία «Ελλήνων Πρωτοβουλία» επιβεβαιώνει τη ρευστότητα που επικρατεί στον χώρο της ελληνικής Δεξιάς, έστω εάν ο όρος έχει εξαφανιστεί από το ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο, επιβεβαιώνοντας την ιδεολογική κυριαρχία της Κεντροαριστεράς, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο γενικότερα.
Ο κατακερματισμός της συντηρητικής παρατάξεως, συνεπεία χειρισμών του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Αντώνη Σαμαρά, δεν ανέδειξε δεξιά κόμματα αστικής διαμορφώσεως που θα μπορούσαν να διέπονται από σκεπτικισμό για τις επιλογές που επέβαλε η κυβέρνηση του κ. Γιώργου Παπανδρέου και υιοθετήθηκαν από τα κόμματα του αυτοαποκαλούμενου «ευρωπαϊκού τόξου».
Η Χρυσή Αυγή είναι ένας πολιτικός σχηματισμός αρχέγονου και ακραίου «εθνικισμού», με έντονα ξενοφοβικά και παγανιστικά στοιχεία. Εάν ασκεί έλξη σημαντική στους νέους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το φύσει δυναμικότερο στοιχείο της κοινωνίας έχει οδηγηθεί στο περιθώριο. Είναι δημιούργημα της συγκυρίας και όχι προϊόν ιδεολογικών αναζητήσεων. Η σύγκριση με το Ναζιστικό Κόμμα εξαντλείται σε απεχθή μορφολογικά στοιχεία οργανώσεως και συμπεριφοράς, καθώς η Χρυσή Αυγή παραμένει πολιτικός σχηματισμός αβαθής. Από μία άποψη δεν είναι κόμμα αλλά τάγμα, σύστημα μυημένων.
Οι Ανεξάρτητοι Ελληνες από την άλλη πλευρά σύρονται από τις ηφαιστειογενείς πληθωρικές εκρήξεις του ηγέτη τους, που αδυνατεί να προσδιορίσει φυσικά τη φυσιογνωμία της ελληνικής Δεξιάς στη σημερινή συγκυρία. Αυτό είναι το πρόβλημα που όφειλε να απασχολήσει τον κ. Σαμαρά. Ιδιαίτερα, αφού κατά τη διεκδίκηση της ηγεσίας της συντηρητικής παρατάξεως είχε προτάξει το θέμα του ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού.
Η κρίση της τελευταίας τριετίας εξαέρωσε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Κεντροαριστερά βρήκε «διέξοδο», καθώς μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων κατευθύνθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πολιτικό πλαίσιο του ιδιόμορφου αυτού κόμματος είναι ασαφές, ερασιτεχνικό, αντιφατικό, τα στελέχη του διχασμένα, αλλά κινείται βραδέως πλέον, ευτυχώς. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζεται σε τεχνικές προσαρμογές και ίσως στεφθούν με επιτυχία με την απομάκρυνση των ακραίων στοιχείων, που εκφράζουν οι διάφορες συνιστώσες.
Για τη Δεξιά το πρόβλημα είναι εντελώς διαφορετικής ποιότητος. Το ερώτημα που αναμένει απάντηση αφορά πρωτίστως το μέλλον του εθνικού κράτους στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιήσεως και της παραδοσιακής ελληνικής αστικής τάξεως, που δεν φαίνεται να έχει ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων. Οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές, οι αριστεροί εν γένει, υπήρξαν πάντα διεθνιστές. Δεν έχουν πρόβλημα προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
Οι συντηρητικοί πολίτες όμως κινούνταν πάντα στον αντίποδα των διεθνιστικών αντιλήψεων, δίχως να διακατέχονται από αίσθημα ξενοφοβίας. Στην προσπάθειά του ο κ. Σαμαράς να λειτουργήσει εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, χάνει τον ζωτικό πυρήνα που εξασφάλιζε στην Κεντροδεξιά την εξουσία. Η αποξένωση από τη Δεξιά καθιστά τη Ν.Δ. κόμμα διαχειρίσεως και αυτό μπορεί να λειτουργήσει υπονομευτικά για το κοινοβουλευτικό σύστημα.