Σε ποια θρυλική ΚΥΡΙΑ των ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ με το ψευδώνυμο ΑΝΘΟΣ του ΚΑΚΟΥ
απευθύνεται το ποίημα;
Τι είναι αυτό που αναθέρμανε τον πανάρχαιο πόθο του ποιητή;
Ποιος είναι εντέλει ο μυστηριώδης αυτός ποιητής που με φληναφήματα
προσπαθεί όψιμα να γοητεύσει μια γυναίκα που παρ’ ολίγο θα τον είχε οδηγήσει
στην σύνταξη όχι ποιημάτων αλλά στην σύνταξη εκ της υπηρεσίας;
Γιατί αποκήρυξε και καταδίκασε το πόνημα του, που βρίσκεται στα χέρια
μας;
Είμαστε άραγε μπροστά σε νέες αποκαλύψεις τύπου Σεμίνας Διγενή με το
διάσημο πλέον ηπειρωτικό της κυκλάμινο;
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ της δαιμόνιας μας ΡΙΤΑΣ αναμένεται εντός του επομένου
σαρανταοκταώρου …. Ιδού, προς το παρόν, το επίμαχο ποιητικό ντοκουμέντο:
CLIII
Έλα στην αγκαλιά μου
σκληρή κουφή ψυχή,
τίγρη αγαπημένη, χαδιάρικο
θεριό
θέλω τα δάκτυλα μου
που τρέμουνε βαθιά
μέσ’ στην πυκνή σου
χαίτη για ώρες να βουτώ
Την κεφαλή να θάψω
θέλω που ναι βαριά
στις φούστες σου
γεμάτες δική σου μυρωδιά,
και ν’ ανασάνω σάμπως
μαραγκιασμένου ανθού
την ταγκιασμένη γλύκα
έρωτα πια νεκρού
Να κοιμηθώ πως θέλω,
κάλλιο παρά να ζώ!
Δοσμένος σε ύπνο που
είναι χάρος απατηλός,
θα απλώνω τα φιλιά
δίχως να κρίνει ο νούς,
στ’ ωραίο το κορμί
σου που λάμπει όπως χαλκός.
Στου κρεβατιού σου
μόνο την άβυσσο μπορούν
γαληνευτά οι λυγμοί
μου να καταποντιστούν
η λησμονιά φωλιάζει στο στόμα σου το υγρό,
κι απ’ τα φιλιά σου
ρέει της Λήθης το νερό
Στο ριζικό μου πούναι
τώρα για με ηδονή,
θα σκύψω όπως ταμένο
θύμα την κεφαλή
κατάδικος αθώος,
μάρτυρας που σιωπά
καθώς του ανάφτει ο
πόνος της πίστης την φωτιά.
Γερτός στην αγκαλιά
σου, καρδιά που δεν κρατεί,
θα πνίξω την κακία
που νοιώθω την πικρή,
βυζαίνοντας το
κώνειο, μαζί το νηπενθές,
απάνω στων στηθιών
σου τις ρώγες τις ορθές
Ο Κάρολος και … τα Άνθη του κακού