Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σα χρυσάφι.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;
[Πώς θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μού κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δε μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και νάμαι μπρος στην κρήνη.]