Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια κυβέρνηση που επιστρατεύει όχι απεργούς, αλλά… ενδεχόμενους απεργούς; Η ευκολία με την οποία ο Πρωθυπουργός έβαλε την υπογραφή του στην απόφαση επιστράτευσης των καθηγητών είναι ανατριχιαστική. Διότι επιστρατεύτηκαν προληπτικά, πριν καν απεργήσουν. Πέρα από τα νομικά προβλήματα που μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση, προκαλεί δέος η παραβίαση ακόμη και της κοινής λογικής.
Οι καθηγητές επιστρατεύτηκαν επειδή… σκόπευαν να απεργήσουν και για λόγους που δεν προβλέπονται στο συνταγματικό πλαίσιο της χώρας. Ούτε η δημόσια ασφάλεια, ούτε η δημόσια υγεία θα μπορούσαν να απειληθούν από την απεργία. Ούτε οι καθηγητές έκαναν κάτι παράνομο. Μπορεί να μην έχουν δίκιο, μπορεί να είναι υπερβολικοί, αλλά εκτός του νόμου δεν κινούνται. Η επιστράτευση συνιστά κυβερνητική αδυναμία, όχι αναγκαία εξέλιξη.
Επιπλέον, θεωρητικά υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να μην απεργήσουν την τελευταία στιγμή. Υπήρχε επίσης το ενδεχόμενο να κηρυχτεί η απεργία και να μην πετύχει, οπότε οι εξετάσεις θα μπορούσαν να διεξαχθούν κανονικά. Σε ποια βάση λοιπόν στηρίχθηκε αυτή η εκ των προτέρων επιστράτευση; Και αφού το έκαναν για τους καθηγητές, γιατί να μην το κάνουν για όλους τους κλάδους, αφού οποιαδήποτε κατηγορία εργαζομένων μπορεί ανά πάσα στιγμή να απεργήσει; Γιατί, δηλαδή, να μην κηρύξουν κάτι σαν ιδιώνυμο αυτή καθ’ εαυτή την απεργία και να ξεμπλέξουν; Ακούγεται κάπως παράδοξο, αλλά ποιος θα το αποκλείσει με μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να ψελλίσει μια λέξη μπροστά στην τρόικα, αλλά πουλάει τσαμπουκά στους καθηγητές και στους εργαζόμενους γενικώς;
Για τον Σαμαρά δεν μπορεί να έχει κανείς απορίες. Η πολιτική καταγωγή του είναι τέτοια, όπως και η ιδεολογία του άλλωστε, που δεν θα είχε πρόβλημα να ντύσει στο χακί ολόκληρη την κοινωνία. Ο κυνισμός που αποπνέει η πολιτική διαδρομή του, αλλά και το ύφος της δημόσιας παρουσίας του σήμερα, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών για τα όρια της αναλγησίας και της παραβίασης κάθε δημοκρατικής κατάκτησης που διακρίνει τη στάση του. Αυτός είναι, έτσι θα αντιμετώπιζε τα πράγματα και ο μέντοράς του ο Αβέρωφ, έτσι εκπαιδεύτηκε στην ΟΝΝΕΔ την εποχή των «Ρέητζερς» και των «Κενταύρων», λογικό είναι να θεωρεί την επιστράτευση προσφερόμενο μέσο για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις που προκαλεί η πολιτική του.
Οι άλλοι δύο όμως, ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης, που ορκίζονται στις δημοκρατικές παραδόσεις της χώρας, γιατί δεν αντιδρούν; Για ποια δημοκρατική παράταξη μπορεί να μιλεί η ΔΗΜΑΡ και ό,τι απέμεινε από το ΠΑΣΟΚ, όταν καταπίνουν αμάσητο τον αυταρχισμό που αποπνέει η πρακτική του Μεγάρου Μαξίμου; Πώς είναι δυνατόν να αποδέχονται, δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι, την απόφαση της επιστράτευσης σε μια απεργία που δεν έχει ακόμη αρχίσει; Με ποιο κύρος θα βγουν στην κοινωνία, στα συνδικάτα, στα ευρωπαϊκά όργανα, στους εργαζόμενους να δικαιολογήσουν τη σύμπραξή τους με τον Σαμαρά, όταν αυτή η σύμπραξη τους καθιστά μέρος της δεξιάς ιδεολογίας και οδηγεί σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική προέλευση των δυο κομμάτων;
Αυτά δεν σημαίνουν ότι οι καθηγητές έπρεπε να απεργήσουν στις εξετάσεις και να προτάξουν τα δικά τους κλαδικά συμφέροντα μπροστά από την αγωνία των μαθητών και των οικογενειών τους. Κάθε άλλο. Όμως έχουν κάθε δικαίωμα να προσανατολίζονται σε απεργία. Εφόσον εξαντληθούν όλα τα περιθώρια και την πραγματοποιήσουν, τότε να εξετασθεί ποια είναι η πιο πρόσφορη μέθοδος για να αντιμετωπιστεί από την Πολιτεία το πρόβλημα που δημιουργείται – αν δημιουργείται.
Η εκ των προτέρων «στρατιωτικοποίηση» της λύσης, λειτουργεί σαν πρόβα για την επέκταση αυτής της τακτικής σε όλο το φάσμα της εργασίας. Κάθε φορά που η κυβέρνηση δε θα μπορεί με επιχειρήματα και διαπραγμάτευση να αποτρέψει μια απεργία, θα καταφεύγει στα φύλλα επιστράτευσης. Κάθε φορά που ο συσχετισμός δυνάμεων δε θα ευνοεί την κυβερνητική πλευρά, θα καλούνται οι μεθοδολογίες της πιο σκληρής πολιτικής νοοτροπίας να οδηγήσουν στην επιβολή της κυβερνητικής θέσης.
Έτσι όμως δεν οδηγούνται πουθενά τα πράγματα. Όσοι σπέρνουν ανέμους θα θερίζουν θύελλες. Κοινωνίες σε ακινησία δεν υπάρχουν. Ούτε μπορείς να επιβάλεις ησυχία νεκροταφείου σε μια χώρα της οποίας όλοι οι κλάδοι εργαζομένων πλήττονται άγρια για μια πενταετία. Όπως δεν μπορεί και να παριστάνεις τον επιλοχία ακόμη και σε εργαζόμενους που κάνουν κακή χρήση του απεργιακού τους δικαιώματος.
Μπορείς να συζητήσεις, μπορείς να διαπραγματευτείς, μπορείς να καταγγείλεις, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τη χώρα στρατόπεδο. Δεν γίνεται πρώτα να πέφτουν οι πυροβολισμοί και μετά να γίνονται οι ερωτήσεις. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση Σαμαρά ρίχνει νερό στο μύλο των πιο ακραίων δυνάμεων. Και αυτός ο μύλος παραέχει φουσκώσει τελευταία.