Με όσες νότες αισιοδοξίας κι αν εμπλουτιστούν τα φετινά διαγγέλματα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μελαγχολικός θα παραμείνει ο τόνος τους. Ακόμα κι αν αυτοεκβιαζόμενοι προσεγγίσουμε τα πράγματα με «θετική σκέψη», και πάλι θα μετρήσουμε περισσότερα προβλήματα παρά παρηγορητικά σημάδια. Κατά κοινή ομολογία, δεν βρισκόμαστε πια στην περίοδο που η μείωση της δημοκρατίας οφειλόταν πρωτίστως στη δράση εξωθεσμικών κέντρων. Σήμερα, στα χρόνια των Μνημονίων, η επίσημη Ελλάδα, όπως αναγνωρίζουν και οι κρατούντες, έχει συνυπογράψει τη μείωση της εθνικής της κυριαρχίας, άρα και την κολόβωση της δημοκρατίας της. Με αντάλλαγμα μια οικονομική σωτηρία ίδια με τον ορίζοντα: απομακρύνεται πάνω που νομίζουμε ότι τη φτάνουμε· πάλι και πάλι.
Αλλά δεν είναι μόνο εξωγενής η σμίκρυνση της δημοκρατίας. Η οικονομική καταβαράθρωση, η διεθνής επιτροπεία, η φθορά του πολιτικού συστήματος και η διαφθορά ορισμένων στυλοβατών του λειτούργησαν σαν εκκολαπτήριο. Και το φιδάκι ξεμύτισε και πια δαγκώνει – Ελληνες και ξένους. Η μιλιταριστική Χρυσή Αυγή, όλο και πιο επιθετική, όσο βλέπει να την προβάλλουν κάμποσα ΜΜΕ και να την κανακεύει ψηφοθηρώντας μερίδα του πολιτικού προσωπικού, έχει επιβάλει το «δίκαιο» της βίας, της χυδαιότητας, του μίσους και του τρόμου· ακόμα και η Βουλή δέχεται αμήχανη τη μία προσβολή μετά την άλλη. Καμία δημοκρατία όμως δεν είναι πλήρης όταν οι πολίτες της φοβούνται και οι θεσμοί της υπολειτουργούν.
Παρά ένα τεσσαράκοντα χρόνια από «την επιστροφή της δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε» (όπως συνηθίζουμε να λέμε με καμάρι, χωρίς να κατανοούμε πάντοτε πόσο βαριά είναι η σημασία των λεγομένων μας και ποια καθήκοντα υπαγορεύουν), θα βρεθούν αρκετοί να κηρύξουν για πολλοστή φορά το «τέλος της μεταπολίτευσης»· οι περισσότερο είρωνες μάλιστα ίσως ευχηθούν χλευαστικά «καλά σαράντα», υποθέτοντας ότι έχουν να κάνουν με οργανισμό σεσηπότα και όχι ζώντα. Παρότι ο όρος «τέλος της μεταπολίτευσης» συγκαταλέγεται από καιρό στα πλέον κοινόχρηστα κλισέ, δεν του αποδίδουν όλοι το ίδιο νόημα. Παραμένει σημείο αμφιλεγόμενο, μολονότι επί του παρόντος επικρατεί η αντίληψη που θεωρεί τη μεταπολίτευση υπεύθυνη για όλα τα κακά της μοίρας μας. Λησμονούν προφανώς οι «τελεολόγοι» ότι διαφθορά υπήρχε και προ μεταπολιτεύσεως (με πλέον διεφθαρμένη τη χούντα, που την παριστάνουν άμωμη οι φανεροί και κρυφοί νοσταλγοί της), και λαϊκισμός επίσης, και διαπλοκή, και δεσποτικοί εξωθεσμικοί παράγοντες, και αναξιοκρατία, και νεποτισμός. Δεν τα επινόησε η μεταπολίτευση όλα αυτά. Λησμονούν επίσης οι κήρυκες του τέλους ότι στη μεταπολίτευση πιστώνονται πάρα πολλά θετικά, τόσα που ενδεχομένως θα είχαν αλλάξει το τοπίο αν δεν ήταν ιδιαίτερα γερές οι προχουντικές ρίζες του πελατειακού κράτους, της οικογενειοκρατίας και του παλαιοκομματισμού. Πιθανόν όσοι βιάζονται να ξεμπερδέψουν με τη μεταπολίτευση, βιάζονται να ξεμπερδέψουν όχι με τα αρνητικά της γνωρίσματα, αλλά με όσα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες κατοχυρώθηκαν στη διάρκειά της, επειδή τα θεωρούν πλέον «αντιπαραγωγικά». Αλλά δημοκρατία δίχως αυτά δεν νοείται. Είναι ανάπηρη.