Tου Ανδρέα Πετρουλάκη
Τον Φεβρουάριο του 1999 κατέφθασε με επεισοδιακό τρόπο στη χώρα μας ο ηγέτης του PKK, Οτσαλάν. Η πλάτη του ήταν φορτωμένη με πολλά καντάρια βία, για άλλους θεμιτή και αναπόφευκτη για άλλους εγκληματική, σίγουρα πάντως «βία από όπου και αν προέρχεται». Ο Οτσαλάν ήταν τρομοκράτης για το κυρίαρχο κράτος της Τουρκίας και για πολλές κυβερνήσεις της Δύσης και ήρωας ταυτοχρόνως για ένα κομμάτι των Κούρδων αλλά και για ένα κομμάτι των Ελλήνων που ταυτίζονταν με κάθε εχθρό των Τούρκων, αδιακρίτως.
Η Ελληνική Πολιτεία, μέσω του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, είχε κηρύξει τον Οτσαλάν ανεπιθύμητο στη χώρα μας. Μία ομάδα Ελλήνων όμως, μικτής και μάλλον αλλοπρόσαλλης πολιτικής σύνθεσης, με κοινό χαρακτηριστικό ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες από εμάς τους υπόλοιπους, ανέλαβε την ευγενή πρωτοβουλία να μας τον κουβαλήσουν παράνομα εδώ. Ήταν το μόνο που μας έλειπε εκείνην την εποχή.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Τα επίσημα όργανα του κράτους αντέδρασαν σπασμωδικά, η πατριωτική ιδιωτική πρωτοβουλία ερασιτεχνικά και ο Άπο κατάληξε στο Ναϊρόμπι όπου και συνελήφθη με συνοπτικές διαδικασίες από τους Αμερικάνους. Πίσω στη χώρα μας δημιουργήθηκε ένας συνήθης και πολύ ελληνικός τραγέλαφος. Οι παράνομοι έδρεψαν τις δάφνες του αγνού ανιδιοτελούς πατριώτη, η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας που διενοήθη ότι μπορεί να ασκήσει πολιτική χωρίς να τους ρωτήσει στιγματίστηκε οριστικά ως προδοτική, για ένα διάστημα γεμίσαμε επαναστάτες συναυλιακούς καλλιτέχνες και αποκτήσαμε για πρώτη φορά λαϊκό ήρωα έναν ΚΥΠατζή.
Στην ιστορία αυτή, λοιπόν, στην οποία ένας ηγέτης απελευθερωτικού κινήματος αλλά καταζητούμενος από κυρίαρχη χώρα για τρομοκρατικές ενέργειες στο έδαφός της μπήκε παράνομα στη χώρα μας, πρωτοστάτησαν μέλη του «Δικτύου 21». Επιφανή στελέχη του σχηματισμού ήσαν οι φίλοι του σημερινού Πρωθυπουργού κύριοι Λαζαρίδης και Κρανιδιώτης, αλλά και ο ίδιος είχε τα καλύτερα αισθήματα. Δεν είναι της παρούσης να συζητήσουμε αν η βία που συνόδευε τη δράση του Οτσαλάν ήταν κακή ή καλή. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι τον θεωρούσαν Κολοκοτρώνη αλλά κι αυτό είχε καθαρά αυτοαναφορική ερμηνεία. Στην επίσης κυρίαρχη αλλά φίλη μας Σερβία τον ομόλογο του ΡΚΚ, τον UCK, τον θεωρούσαμε συμμορία.
Σημασία έχει ότι ο κ. Λαζαρίδης, που σήμερα θεωρεί την έννοια βία έναν ομοιόμορφο πολτό που δεν έχει στην κάθε της μορφή ειδικά ιστορικά, καταγωγικά, πολιτικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά ούτε βαθμούς έντασης και μορφές εκδήλωσης αλλά απλώς υπάρχει ή δεν υπάρχει, ακολουθώντας τον νόμο «όλον ή ουδέν», δεν το πίστευε πάντα αυτό. Τότε ήσαν έτοιμος να δικαιολογήσει όσους δέχονταν να αφιππεύσουν της νομιμότητας προκειμένου να υπηρετήσουν αυτό που θεωρούσαν καλή βία. Τότε ταυτίστηκε με αυτούς που ο τότε νόμιμος Πρωθυπουργός χαρακτήρισε παρακρατικό μηχανισμό. Εύκολα θα μπορούσαμε κι εμείς σήμερα να τον χαρακτηρίσουμε ως εκτός συνταγματικού τόξου, οπαδό συλλήβδην της βίας, των άκρων και δεν συμμαζεύεται. Όμως δεν το κάνει κάποιος που γνωρίζει ότι οφείλει κάθε έκφανση βίας να την αναγνωρίζει, να την ταυτοποιεί, να τη διαβαθμίζει και να την τοποθετεί στο ιστορικό της πλαίσιο. Και η καταδίκη της, άλλοτε με άλλην ένταση, στη μοναδικότητά της πρέπει να αναφέρεται και όχι στη γενίκευση και τη σχετικοποίηση.
Θέλω να πω ότι ο Χρύσανθος Λαζαρίδης δεν αποκηρύσσει σήμερα τη βία «από όπου και αν προέρχεται» γιατί είναι ένας αγνός πασιφιστής. Ούτε γιατί είναι οπαδός του Χριστού ή του Γκάντι. Τον βολεύει η ομογενοποίησή της στη σημερινή συγκυρία για λόγους στενής κομματικής σκοπιμότητας και μόνον, αδικώντας την προϊστορία του, για κάποιους την ύστερη για κάποιους άλλους και μένα την παλαιότερη.