Μεταξύ άλλων τόνισε: « Ανάβουμε ένα κερί στη μνήμη του Μαβίλη, ενός συμβόλου που πρέπει να κρατηθεί ζωντανό» .
Στον αντίποδα ο Δήμαρχος κ. Φίλιος μίλησε για «μια ιδιαίτερη στιγμή» και δεσμεύτηκε ότι σε ένα κτίριο στη Βασιλική θα λειτουργήσει έκθεση με ενθυμήματα των Γαριβαλδινών και του Μαβίλη, χωρίς να κάνει καμιά αναφορά στις προσπάθειες και τους αγώνες των συναδέλφων του για τη δημιουργία του Μουσείου Λορέντζος Μαβίλης.
Άραγε, πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι η υπόσχεση του Δημάρχου όταν στο τέλος της θητείας του γνώρισε ότι υπάρχει ένα κτίριο και όχι ένα χαρακτηρισμένο ως μνημείο κτίριο, με μελέτη εγκεκριμένη για τη μετατροπή του παλιού δημ. Σχολείου Βασιλικής σε Μουσείο Λορέντζου Μαβίλη, προϋπολογισμού 240.000€, από το 2004 και με διάθεση πίστωσης 90.000€ από τις προηγούμενες δημ. Αρχές απότο πρόγραμμα ΘΗΣΕΑΣ;
Αγνοεί ότι σήμερα δε θα κριθεί από τις ευκαιριακές υποσχέσεις που δίνει, αλλά από το έργο που έχει παραγάγει. Και αφού προφανώς δεν υπάρχει κανένα έργο στην περιοχή, καπηλεύεται τα έργα άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανακοίνωση του προέδρου κ. Γιωτίτσα στο Δημοτικό συμβούλιο ότι κατόπιν δικών τους προσπαθειών πέτυχε να ονομαστεί η σήραγγα του Δρίσκου σε σήραγγα Λορέντζου Μαβίλη!
Ευτυχώς, τους πρόλαβε ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής κ. Β. Πολύδωρας ο οποίος αποκατέστησε ενώπιόν τους την αλήθεια και πήρε την εκδίκηση… Στους ίδιους έμεινε η αφωνία, το κοκκίνισμα του προσώπου τους και η γνωστή υποσχεσεολογία.
Προσωπικά νιώθω συγκίνηση που η πρότασή μου πήρε σάρκα και οστά , θλίψη προς το συνεχιζόμενο σύστημα της πατρωνίας και των πελατειακών σχέσεων που πολέμησε ο ποιητής και τέλος απογοήτευση για την εμπεδωμένη συνήθεια του σφετερισμού έργων ή πρωτοβουλιών άλλων από τη δημ. Αρχή .
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε τὴν πίκρια τῆς ζωῆς.
Ὅντας βυθίσει ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκολουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν
καὶ πᾶνε στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν: Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.