Οι Ελληνες συνεχίζουν να επενδύουν σε καφετέριες, σουβλατζίδικα και κομμωτήρια, παρά στην καινοτομία και στις εξαγωγές. Το ειρωνικό είναι ότι όσοι παρέμειναν σταθεροί στις «αξίες» της ελληνικής οικονομίας επιβραβεύθηκαν, καθώς αυτοί που πόνταραν στην εξωστρέφεια και σε άλλους πιο παραγωγικούς τομείς είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται. Εξαίρεση υπήρξε ο κλάδος του τουρισμού.
Αντίθετα, οι παραδοσιακοί –μη παραγωγικοί τομείς– όπως η εστίαση, η ένδυση κ.λπ. συγκράτησαν την κερδοφορία τους παρά την κάθετη πτώση του τζίρου τους.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μία επιστημονική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ήθελε να διαπιστώσει κατά πόσον μεταβλήθηκε το παραγωγικό μοντέλο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής επιβεβαιώνουν μία επίσης πρόσφατη έρευνα του διεθνούς οργανισμού Endeavor.
Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις χώρες που κατέφυγαν σε προγράμματα στήριξης και σε Μνημόνια. Οι χώρες αυτές, όπως η Ελλάδα, προχώρησαν εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις και πραγματοποίησαν εσωτερική υποτίμηση με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.
Η Ελλάδα ήταν η χώρα με τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις και τη μεγαλύτερη προσαρμογή ύψους 63 δισ. ευρώ. Θα περίμενε κανείς να παρατηρηθεί σημαντική μετατόπιση επενδύσεων από τους λεγόμενους μη παραγωγικούς προς τους παραγωγικούς κλάδους. Ομως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, συνέβη στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, ακόμα και στην Ισπανία, η οποία ζήτησε στήριξη μόνο για τον τραπεζικό κλάδο. Επίσης, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι λιγότερες συγκριτικά παραγωγικές επιχειρήσεις (λιγότερο του 20%) απασχολούν άνω του 70% των ιδιωτικών υπαλλήλων. Οι συγγραφείς της έρευνας υπογραμμίζουν ότι η ένδειξη αυτή δεν είναι ενθαρρυντική. Από την άλλη παραδέχονται ότι μια σειρά από παράγοντες δεν άφησε την Ελλάδα να μεταβεί σε ένα πιο παραγωγικό επιχειρηματικό μοντέλο.
Κατ’ αρχάς, η βασικότερη αιτία ήταν η διακοπή της τραπεζικής χρηματοδότησης. Στα άλλα κράτη περιορίστηκε, αλλά δεν μηδενίστηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά απόρριψης τραπεζικών δανείων στην Ελλάδα (και στην Πορτογαλία) ήταν πάνω από 50%. Το ποσοστό απόρριψης ξεκίνησε από το 37% για να φτάσει σε κάποια περίοδο το 100%. Στη συνέχεια ακολούθησε η περίοδος κατά την οποία ούτε οι ίδιες οι επιχειρήσεις ήθελαν δάνεια από τις τράπεζες. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις μεγαλύτερες και παλαιότερες (άνω των 10 ετών). Αντίθετα, ανάγκη από κεφάλαια είχαν οι νεότερες. Η τάση αυτή επιδεινώθηκε στην Ελλάδα (επίσης σε Ισπανία και Ιταλία το 2012 και εξής). Δεύτερος λόγος ήταν η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση εξαιτίας των προγραμμάτων διάσωσης. Αυτό είχε ως συνέπεια οι ελληνικές επιχειρήσεις να μη μπορούν να «βγουν» εύκολα στις αγορές, αφού δεν είχαν τις εγγυήσεις ή τις αποκτούσαν πολύ ακριβά.
Τρίτον, όσοι τα κατάφεραν στις εξαγωγές αναγκάστηκαν να συμπιέσουν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους λόγω του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, σε μια περίοδο κατά την οποία και η εξωτερική ζήτηση είχε πτωτική πορεία.
Τέλος, η απότομη αύξηση της ανεργίας και η κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης, σε συνδυασμό με την έλλειψη της τραπεζικής χρηματοδότησης, δεν άφηναν περιθώρια για επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου ή γνώσης, όπως είναι οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, νανοτεχνολογίας κ.λπ. Ο νέος άνεργος χρειαζόταν κάτι «γρήγορο και εύκολο» για να βγάλει τον επόμενο μήνα. Αντίθετα, οι εξαγωγές, η νανοτεχνολογία, η υψηλή τεχνολογία και γενικότερα οι λεγόμενοι παραγωγικοί κλάδοι (tradable) απαιτούν επενδύσεις, εκπαίδευση και αρκετό χρόνο.
Κατά την περίοδο της κρίσης, οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε ρευστοποίηση επενδύσεων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση του μισθολογικού κόστους, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Η πράξη έδειξε ότι όλες οι αλλαγές συνέβαλαν στη μείωση του δανεισμού, στη συγκράτηση του περιθωρίου κέρδους παρά την πτώση του τζίρου, αλλά όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας ή της ανταγωνιστικότητας.