Δε μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Όχι όπως το παίζει, κατενάτσιο, η εθνική μας ομάδα με όλη αυτήν την προσήλωση στην άμυνα. Παραδέχομαι, βέβαια, ότι καμιά φορά κάθομαι μπροστά στον ξεχασμένο δέκτη της τηλεόρασης να παίζει μετά από το δελτίο ειδήσεων αθλητικά και χαζεύω τις επιλεγμένες φάσεις. Αλλά μέχρι εκεί. Σε ποδοσφαιρικό αγώνα έχω πάει δυο φορές στις ζωή μου και στο γυμνάσιο είχαμε ήδη τον Γκάλη και τσιμεντένια γήπεδα μπάσκετ. Αυτή είναι η σχέση μου με το ποδόσφαιρο, που ούτε το έπαιξα ούτε το αγάπησα ποτέ μου!
Έτσι, τα πρώτα ματς της εθνικής δεν τα είδα, αλλά στον αγώνα με την Ακτή του Ελεφαντοστούν, παρασυρμένος από τις φάτσες των Αφρικανών που λες και τους είχαν περάσει όλους, οι ατζέντηδες τους, από γερμανικά ή γαλλικά κομμωτήρια και τους είχαν κάνει να μοιάζουν με μια ομάδα από ενδιαφέροντα cartoons, κάθισα και ξενύχτησα βλέποντας το παιχνίδι. Άξιζε η ελληνική ομάδα τη νίκη ή τουλάχιστον εμένα έτσι του άσχετου, έτσι μου φάνηκε, ίσως επειδή οι δικοί μας σημάδεψαν τα δοκάρια επανειλημμένα. Ευχαριστημένος από το αναπάντεχο σφύριγμα της τελευταίας στιγμής, σκέφτηκα ότι μετά τρία δοκάρια φαίνεται σωστό να δικαιούσαι κι ένα πέναλτι, έστω και αμφισβητούμενο κι αδιαφόρησα για την κουβέντα που ακολούθησε, για το αν το πέναλτι ήταν «πέτσινο» ή όχι. Ούτε εντρύφησα στη θεωρία συνωμοσίας που υποστήριξε ότι ο διαιτητής από το Εκουαδόρ σφύριξε την εσχάτη των ποινών με εντολή Σαμαρά, προκειμένου να πάρει μια μικρή τεχνητή παράταση ζωής η πολιτικά νεκρή κυβέρνησή του!
Μποϋκοτάζ βρε! Φώναζε η μάνα που προσπαθούσε να κοιμίσει το μωρό της στο απέναντι διαμέρισμα με τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, την ώρα που μέσα στη ζέστη της νύχτας έπαιζε στη διαπασών ένταση, η τηλεοπτική συσκευή∙ ήταν η στιγμή της εκτέλεσης του πέναλτι. Αφόρητη η ζέστη και η δροσιά του γκολ και της πρόκρισης, πώς να το κάνουμε, ήταν ευχάριστη. Οι αλαλαγμοί έσκίζαν την πηχτή νύχτα από όλες τις γωνιές της γειτονιάς. Όλα τα μωρά της γειτονιάς ξενύχτησαν εκείνη τη νύχτα, μαζί με τους εκστασιασμένους φιλάθλους των γειτονικών μπαλκονιών.
Γκρίνιαζε το άλλο πρωί η άλλη, η ακτιβίστρια της παρέας! Ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα πενήντα πέντε εκατομμύρια Βραζιλιάνοι εκεί, κι εσύ πανηγυρίζεις! Πέντε Ελλάδες μαζί! Τι πανηγυρίζεις?
Τίποτα παραπάνω από τη νίκη της εθνικής ομάδας δεν πανηγυρίζω της απαντάς∙ και τίποτα λιγότερο. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, εδώ δεν μπορούμε να σώσουμε τους εαυτούς μας και τους φτωχούς Βραζιλιάνους θα σώσουμε? Σε κοιτάζει με εκείνο το μισό μάτι της μετρημένης αγάπης και της αμέτρητης επιτίμησης: «θα σε φτιάξω εγώ, όταν έρθει η ώρα, αντιδραστικέ!», σου λέει με έναν τόνο χαϊδευτικά αυστηρό.
Δες τους! Βγήκανε στους δρόμους για να πανηγυρίσουν τη νίκη στο ποδόσφαιρο κι όταν τους καλούμε σε αντικυβερνητική συγκέντρωση, έρχονται τρεις κι ό κούκος, συνεχίζει με φανερή ζήλια στη φωνή, η φίλη μου η ακτιβίστρια.
Ρε φιλενάδα, της λέω εγώ, να πάρε για παράδειγμα τα προχθεσινά. Τα έχουμε πει τόσες φορές για τους αναίσχυντους Ολετήρες που μας κυβερνούν, τόσο πολύ που δεν έχει νόημα να τα επαναλαμβάνομε, συνέχισα να την πειράζω. Πουλάνε τώρα και το ρεύμα, αντί πινακίου φακής κι αυτό- και κάλεσε ο άλλος σε συστράτευση κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Μάλιστα! Και πας εκεί και τι βλέπεις? Όλον τον καλό τον κόσμο, βλέπεις! Η εκδήλωση, μάλιστα, έγινε χοροστατούντος του διαβόητου συνδικα-ληστή που για χρόνια έδενε και έλυνε, αρμέγοντας την δύσμοιρη τη δημόσια επιχείρηση του ηλεκτρισμού μας, αυτός και οι άλλοι, μέχρι που την έκαναν πετσί και κόκαλο την αγελάδα, από το πολύ άρμεγμα. Πρώτο τραπέζι πίστα, αυτος που αν δεν πρωτοστάτησε, ήταν τουλάχιστον μάρτυρας του ατέλειωτου γλεντιού που είχαν στήσει τα τρωκτικά στα υπόγεια της επιχείρησης.
Αλλά και πολλοί άλλοι που μαζεύτηκαν εκεί, μόνο με καχυποψία μπορούσε να τους βλέπει κανείς.
Και για να σου πω την αλήθεια, θυμάμαι πάλι τα παλιά, τώρα που βλέπω ξανά τα ίδια κι απαράλλαχτα κι ανησυχώ ακόμα περισσότερο ότι στα μεθαυριανά ψηφοδέλτια του Συ.Ριζ.Α. θα αναζητούμε, αύριο-μεθαύριο τους τσοχατζοπουλαίους του μέλλοντός μας!
Αυτήν την παγωμάρα έχει ο κόσμος μαζί σας συντρόφισσα -και προτιμά να ζει την εθνική του κατάθλιψη με αξιοπρέπεια πίσω από τους τοίχους του σπιτιού του -και μην μπερδεύεις το ένα με το άλλο. Αν η εθνική ομάδα με τον Πορτογάλο προπονητή, μπορεί να δίνει λίγες στιγμές ξαλαφρώματος, αυτό μόνο τους ανέραστους, τους ανόητους και όλους τους άλλους με τα λογής-λογής στερητικά τους «άλφα», μπορεί να ενοχλεί!
Να λοιπόν γιατί ο κόσμος κατεβαίνει στους δρόμους για να γιορτάσει την ποδοσφαιρική επιτυχία κι όχι για να αντιδράσει επειδή του κλέβουν τη ζωή. Δε φτάνει που όλος αυτός ο κόσμος παραμένει διστακτικός, επηρεασμένος από τον ανερμάτιστο λόγο των σχολάριων της “κυβερνώσας αριστεράς”! Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν βλέπει κανείς αναμεσά τους κι αυτά τα πρόσωπα που βλέπει∙ κι ακούει αυτά τα πράγματα που ακούει.
Άλλο ποδόσφαιρο κι άλλο πολιτική, λοιπόν, και άφησέ τα, αυτά αυτά που ξέρεις, συντρόφισσα.
Γκρέμισμα θέλει η πολιτική παράγκα και χτίσιμο από την αρχή. Μόνο που δε γίνεται να χτίσεις από τα υλικά που μαζεύεις από τα ερείπια της παλιάς παράγκας, τίποτα περισσότερο ευήλιο ή πιο ευάερο από την παλιά παράγκα∙ χρειάζονται νέα υλικά, από τα σπλάχνα της ελληνικής γης, αλλά για να τα χρησιμοποιήσει κανείς, πρέπει να μοχθήσει για να τα εξορύξει.
Μόνο που για να γίνουν όλα αυτά, χρειάζεται κι ένα σχέδιο. Στα έχω ξαναπεί, συντρόφισσα, ο κόσμος δεν σε ακολουθεί αν δεν έχεις “Plan-B”. Γιατί το “Plan A” όταν δεν έχεις καλά-καλά ούτε διατροφική επάρκεια, δεν είναι άλλο από αυτό της κωλοτούμπας…
Σου ξαναρίχνει εκείνο το βλέμμα της μετρημένης αγάπης και της αμέτρητης επιτίμησης και κοιτάζεισιωπηλή το ρολόι της. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα, μουρμουρίζει σκεφτική. Αλλά κάποια στιγμή…
Artwork: OKTANA
Alexandros Raskolnick