Ελληνική εξωτερική πολιτική και η συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης
Νίκος Κοτζιάς
Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας από το 1973 υλοποιείται μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα τεσσάρων φάσεων: Αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θαλάσσιες περιοχές και νησιά. Αναγωγή των αμφισβητούμενων σε «γκρίζες ζώνες». Παρεμπόδιση άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων της Ελλάδας σε αυτές. Προσπάθεια, τέλος, να εμφανιστούν αυτές οι περιοχές ότι «ανήκουν στην Τουρκία». Πρόκειται για επιλογές διεθνούς πειρατείας, κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου και προκλήσεων που απαιτούν εκ μέρους μας αυστηρές απαντήσεις. Για την αντιμετώπιση αυτής της μεθόδευσης ως προς τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, η Ελλάδα οφείλει να πράξει άμεσα τα εξής:
Πρώτον, να κλείσει τους κόλπους της και να χαράξει τις γραμμές βάσης που αντιστοιχούν σε αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο μετακινείται η βάση από την οποία ξεκινάει η χάραξη των ζωνών όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Μεγαλώνει, δηλαδή, «η εδαφική κυριαρχία» της χώρας. Ακόμα και η Αλβανία το έχει κάνει πριν από 30 χρόνια. Το ερώτημα είναι γιατί δεν έβλεπαν αρκούντως μακριά και δεν το έκαναν επί δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις; Ή γιατί μετά την παραίτησή μου από το ΥΠΕΞ η προηγούμενη κυβέρνηση έκανε πίσω από τα ήδη προετοιμασμένα και συμφωνηθέντα; Ισως γιατί στην Ελλάδα κυριαρχεί στην πολιτική η φοβική εξωτερική πολιτική, πολιτική χωρίς όραμα, περιορισμένη σε τακτικισμούς. Αντίθετα με αυτές τις νοοτροπίες χρειάζεται μια ενεργητική υπεύθυνη εξωτερική πολιτική, με στρατηγική, μέτρο, γνώση και αποφασιστικότητα.
Δεύτερον, πρέπει άμεσα να ανοίξει η πρεσβεία της Ελλάδας στην Τρίπολη ενώ, ταυτόχρονα, η χώρα να συνεχίσει να έχει καλές σχέσεις με τη Βουλή της Λιβύης. Είχα πάει ο ίδιος στη Λιβύη. Η κατάσταση του κτιρίου της πρεσβείας είναι πολύ καλή. Προσλάβαμε βοηθητικό προσωπικό που τη φροντίζει. Σε υπηρεσιακό συμβούλιο είχε αποφασιστεί ποιος διπλωμάτης θα την αναλάβει. Επειτα από έρευνα είχαμε καταλήξει για το προσωπικό και τα μέσα ασφαλείας που θα χρειαστούν, ενώ έγιναν συνεννοήσεις με την Ιταλία προκειμένου να συντονιστούμε. Ολες αυτές οι ενέργειες ακυρώθηκαν. Κάποιοι θεωρούν ότι δεν προέχουν τα εθνικά συμφέροντα και η ασφάλεια της πατρίδας. Καιρός να σοβαρευτούν.
Τρίτον, η κυβέρνηση όφειλε να προωθήσει μέτρα οικονομικών και διπλωματικών κυρώσεων από την Ε.Ε. εις βάρος της Λιβύης μέχρι την ακύρωση της συμφωνίας. Αυτό δύναται να στηριχθεί στο ότι πετύχαμε πριν από δύο χρόνια τη δέσμευση του συμβουλίου των ΥΠΕΞ της Ε.Ε. να αποτελεί κριτήριο το διεθνές δίκαιο της θαλάσσης έναντι τρίτων.
Τέταρτον, να σταματήσει άμεσα η παρούσα κυβέρνηση να αντιμετωπίζει την Κύπρο με όρους αλληλεγγύης προς «τρίτους». Η Κύπρος είναι κομμάτι του ελληνισμού (ας διαβάσουν, επιτέλους, κάποιοι ιστορία, αλλά και ποίηση όπως Σεφέρη και Ελύτη). Απέναντί της, ιδιαίτερα μετά τα εγκλήματα της χούντας το 1974, έχουμε ειδικές ευθύνες στήριξης της ασφάλειάς της. Επιπλέον, ενώ καλώς πραγματοποιούμε με τρίτους συναντήσεις «κυβέρνησης προς κυβέρνηση» όπως με Τουρκία, Ισραήλ, Αίγυπτο, πρέπει επιτέλους να οργανώσουμε το ίδιο με την Κύπρο, όπως προτείνω εδώ και πολύ καιρό.
Πέμπτον, θα ήταν πολύ χρήσιμο να σοβαρευτούν οι κυβερνητικοί και να σταματήσουν να χασκογελούν όταν μιλούν για τη «διπλωματία των κανονιοφόρων» που προωθεί η Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, ακόμα και στην αιγιαλίτιδα ζώνη της. Αν δεν έμαθαν τίποτα από τη συμπεριφορά της Τουρκίας στη Συρία, τότε μάλλον δεν έχουν καταλάβει ούτε τα στοιχειώδη που απαιτεί η εξωτερική πολιτική της χώρας. Επίσης καλό είναι να μιλάνε λίγο και να μελετούν περισσότερο. Δεν μπορεί, επί παραδείγματι, ο Ελληνας ΥΠΕΞ να δηλώνει δημόσια ότι δεν γνωρίζει αν οι σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα από τρίτους συνιστούν ευθεία παραβίαση της κυριαρχίας μας. Οι Τούρκοι καταγράφουν και «χειρίζονται» την άγνοιά του.
Εκτον, να στηρίξουμε τις σχέσεις μας με την Αίγυπτο. Τις προσπάθειες για οριοθέτηση και ανακήρυξη ΑΟΖ μαζί της. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι «ευχάριστος τουρισμός», αλλά ένα πολύ σκληρό πεδίο υπεράσπισης των δίκαιων της χώρας και του ελληνισμού. Δεν μπορεί κάποιοι να πηγαίνουν αυτή την εποχή στο Κάιρο χωρίς χάρτες και σχεδιαγράμματα.
Εβδομον, η Ελλάδα να συγκεντρωθεί στις προβληματικές ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προκειμένου να γίνει αυτό απαιτείται να αντιμετωπιστούν με δημιουργικό και παραγωγικό τρόπο τα όποια προβλήματα υπάρχουν με τους βόρειους γείτονές μας. Να κατανοήσει η Ν.Δ. πόσο απαραίτητη ήταν η συμφωνία των Πρεσπών και από τη σκοπιά της γεωστρατηγικής και να αξιοποιήσει τη σημερινή ευκαιρία προώθησης της «διπλωματίας των σεισμών» με την Αλβανία.
Ογδοον, στις ίδιες τις ΗΠΑ χάσαμε το 2019 σημαντικές διασυνδέσεις με θεσμούς και πρόσωπα. Είναι επείγουσα ανάγκη η αναπλήρωση του κενού. Επίσης, χρειάζεται να μιλήσουμε αναλυτικότερα με Ρωσία και Κίνα για τη στάση της Τουρκίας και να αναδείξουμε τα της συμπεριφοράς της τελευταίας με τρόπο απαιτητικό στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τέλος, ένατον, όλα τα πιο πάνω πρέπει να γίνουν σε συνδυασμό με μέτρα που δεν μπορούν να ειπωθούν δημόσια, προκειμένου να δούμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια και ηρεμία. Οι σχέσεις μας με τη νευρική και αναθεωρητική-επιθετική γείτονα πρέπει και πάλι να αποκτήσουν μοχλούς πίεσης.
Η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν υπάρχει και μαζί με αυτή δεν υπάρχουν και τα εργαλεία που προκύπταν από μια τέτοια προοπτική/σχέση πριν από είκοσι χρόνια. Υπάρχουν, όμως, προς αξιοποίηση οι οικονομικές σχέσεις της Ε.Ε. μαζί της, ιδιαίτερα η τελωνειακή ένωση που αφορά μια ύλη 60 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα χρειάζεται μια ειδική στρατηγική ανάπτυξης των σχέσεων με την Αγκυρα, ώστε να στερεώσουμε ορισμένες συνεργασίες. Ομως, η όποια συνεργασία προϋποθέτει επίδειξη αποφασιστικότητας και ισχύος, στήριξη σε συμμαχίες.
Συνολικά, η Ελλάδα χρειάζεται να αναλάβει πρωτοβουλίες που δεν θα είναι προς μικροκομματική χρήση, όπως προσπάθησαν κάποιοι να κάνουν με τις τετραμερείς αμυντικές συμφωνίες που τις βρήκαν έτοιμες από εμένα και για τις οποίες ουδέποτε μίλησα δημόσια σε αντίθεση με αυτούς. Να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με την Τουρκία τολμηρά και ρεαλιστικά με το βλέμμα στραμμένο στην περιφερειακή και διεθνή κατάσταση, στην ασφάλεια και σταθερότητα, χωρίς πολιτικές ιαχών ή κατευνασμού, μακριά από το σκεπτικό οποιασδήποτε εκλογικής «σταυροδοσίας».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ