Έφυγε από τη ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία 96 ετών.
Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Γεννήθηκε το 1925 στη Χίο και ήταν κρητικής και μικρασιάτικης καταγωγής. Στην παιδική του ηλικία έζησε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη. Στην τελευταία, σε ηλικία 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή», ενώ παράλληλα οργανώθηκε στον αγώνα κατά των κατακτητών. Συνελήφθη στη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διέφυγε κατόπιν στην Αθήνα, ξεκίνησε σπουδές στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ. Υπήρξε διαφωτιστής στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ συμμετείχε στα Δεκεμβριανά σαν διμοιρίτης τής Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης.
Μετά τα Δεκεμβριανά ζει κατά περιόδους στην παρανομία, ώσπου συλλαμβάνεται τον Ιούλιου του 1947 και στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία, απ’ όπου επιχείρησε να αποδράσει.
Επέστρεψε στην Αθήνα μετά την αμνηστία της κυβέρνηση
Σοφούλη αλλά σύντομα συνελήφθη ξανά, λόγω της προσπάθειάς του
συμμετάσχει στο Δημοκρατικό Στρατό. Εστάλη ξανά εξόριστος στην Ικαρία,
όπου έγραψε το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του
Βασίλη Ζάννου που εκτελέστηκε το 1948. Έπειτα εστάλη στη Μακρόνησο,
όπου βασανίστηκε.Το 1949 εστάλη στα Χανιά για να αναρρώσει. Το 1950
επέστρεψε στην πρωτεύουσα, συνεχίζοντας τις σπουδές του και αποφοιτώντας
από το Ωδείο Αθηνών, με δίπλωμα σε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.
Και μόνο η παράθεση μερικών δίσκων με έργα του Θεοδωράκη της δεκαετίας του 1960 δηλοί τη σπουδαιότητα της συνθετικής του δύναμης: Φαίδρα, Όμορφη Πόλη, Επιφάνεια, Το Τραγούδι του νεκρού Αδελφού, Η Γειτονιά των Αγγέλων, Επιτάφιος, Το Αξιον Εστί, Ζοrbα the Greek, Ρωμιοσύνη, Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, Μαουτχάουζεν – Εξη Τραγούδια, Μικρές Κυκλάδες / Λιποτάκτες.
Το 1963, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, έδωσε το έναυσμα για την ίδρυση της «Νεολαίας Λαμπράκη», της οποίας αναδείχθηκε πρόεδρος. Παράλληλα εξελέγη βουλευτής με την ΕΔΑ και αναδεικνύεται σε δημόσιο πρόσωπο αναφοράς για την Αριστερά.
Στο Απριλιανό πραξικόπημα των συνταγματαρχών περνά στην παρανομία και δυο μέρες μετά την εγκατάσταση της Χούντας, στις 23 Απριλίου 1967 απηύθυνε έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας. Λίγες ημέρες μετά, τον Μάιο του 1967, υπήρξε εκ των συνιδρυτών του ΠΑΜ, του οποίου εξελέγη πρόεδρος.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς συνελήφθη και φυλακίστηκε στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ξεκίνησε απεργία πείνας, έπειτα εκτοπίστηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας και τέλος στο στρατόπεδο Ωρωπού. Η υγεία του κλονίστηκε, με αποτέλεσμα να φουντώσει διεθνές κίνημα των σπουδαιότερων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων της εποχής με αίτημα την απελευθέρωσή του. Αποφυλακίστηκε υπό τη διεθνή κατακραυγή και έφυγε για το Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Οι φυλακίσεις και οι εξορίες δεν ελάττωσαν την συνθετική του δεινότητα, ενώ τα έργα και τα τραγούδια που συνέθετε μεταφέρονταν παράνομα στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τις Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Η διεθνής αναγνώριση και η λαϊκή εποποιία
Το 1954 βρέθηκε στο Παρίσι με κρατική υποτροφία και σπούδασε με τον θρυλικό Olivier Messiaen και τον Eugène Bigot. Στο Παρίσι διανύει αξιοπρόσεχτη συνθετική πορεία καθώς έγραψε πολλά συμφωνικά έργα έργα, αλλά και έργα για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσέρινα, για το Covent Garden με το έργο «Αντιγόνη», για το Μπαλέτο της Στουτγάρδης και έργα του κινηματογράφου. Το 1957 ο αξεπέραστος Ντμίτρι Σοστακόβιτς του απένειμε το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Η επιστροφή του στην Ελλάδα το 1960 συνοδεύεται τόσο από εναργή ενασχόληση με τη σύνθεση λαϊκότροπων έργων και τις συναυλίες, όσο και με την πολιτική του ανάδειξη σε πρόσωπο της ευρύτερης Αριστεράς. Η συνθετική του πορεία μέχρι τη δικτατορία σηματοδοτείται από την ενασχόλησή του με φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, με απόγειο τη μελοποίηση του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου, ενώ οι δεκάδες κύκλοι τραγουδιών περιλαμβάνουν σπουδαία τραγούδια που φτάνουν στα χείλη των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα όμως, επιχείρησε με την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών να μεταδώσει την λόγια μουσική σε ευρύτερα ακροατήρια.
Στο εξωτερικό αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή στον αγώνα για την πτώση της δικτατορίας.
Έδωσε συναυλίες σε δεκάδες χώρες, συναντά ηγέτες και προσωπικότητες, ένωσε τη φωνή του με άλλες προσωπικότητες υποστήριξης εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.
Η μεταπολίτευση
Η πτώση της δικτατορίας βρήκε τον Μίκη Θεοδωράκη στην Αθήνα με την πολιτική του υπόσταση να έχει πια χαρακτήρα πιο αυτόνομο και συμβολικό. Οι συναυλίες του συγκεντρώνουν σε κάθε ευκαιρία δεκάδες χιλιάδες κόσμου, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης για το γεγονός ότι ακούγοντας ελεύθερα πια τα απαγορευμένα από τη Χούντα τραγούδια του.Tους πρώτους μήνες της αντιπολίτευσης έδωσε τη συγκατάθεσή του στην λύση Καραμανλή για την διακυβέρνηση της χώρας.
Η φράση «Καραμανλής ή Τανκς», αν και δεν ειπώθηκε επακριβώς σε αυτή τη μορφή, ουδέποτε διαψεύστηκε, καθώς όπως είπε αργότερα ο ίδιος, ουσιαστικά συμφωνούσε με τη «λύση Καραμανλή».
Διατήρησε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με όλους τους ηγέτες της πολιτικής ζωής του τόπου. Ωστόσο συνοδοιπόρησε με την Αριστερά για σχεδόν 15 χρόνια.
Η συμπόρευση με τη Δεξιά
Το 1990 ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε την μεγάλη πολιτική στροφή και εντάχθηκε στην τρίτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου 2,5 χρόνια.
Στην οικονομική κρίση του 2010 ίδρυσε την πολιτική κίνηση «Σπίθα», από την οποία αποχώρησε το 2013, ενώ οι παρεμβάσεις του εμφορούνταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά από τις διαστρεβλωμένες απόψεις περί πατριωτισμού. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας υπήρξε η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο των Μακεδονομάχων, όπου απευθύνθηκε ευνοϊκά προς τους συμμετέχοντες Χρυσαυγίτες («Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες»), συγκεντρώνοντας τα πυρά του προοδευτικού κόσμου.