Παναγιώτης Τζανετής
Η μεγάλη των Καραμανλήδων Σχολή δεν υπήρξε ποτέ της προτίμησης μου, ούτε του μείζονος ούτε του ελάσσονος ούτε πολύ περισσότερο του ελαχίστου. Οι λόγοι δεν είναι της παρούσης. Οφείλει όμως κανείς να αναγνωρίζει τις αρετές του αντιπάλου. Ο εισηγητής του όρου «σιωπηρά πλειοψηφία», ακριβώς όταν βεβαιώθηκε ότι κατέστη μειοψηφία, ήταν ένας πραγματικός τεχνίτης της σιωπής.
Αυτό τον βοήθησε στο να κάνει επιλογές τύπου Κινγκινάτου κατά την διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα, προετοιμάζοντας το εντυπωσιακό come back του, της μεταπολίτευσης. Ίσως ο σημερινός σιωπηλός της Ραφήνας θεωρεί ότι επαναλαμβάνει την ιστορία, χωρίς μάλιστα να τρέχει στα Παρίσια. Ελπίζω ότι περιμένει μάταια ωστόσο τιμά έτσι την παράδοση του.
Πολλοί θα πουν ότι δεν συγκρίνονται τα μεγέθη ούτε οι καιροί. Αυτό είναι σωστό, ωστόσο αν σε έναν τομέα ο ανηψιός υπερέχει σημαντικά του θείου, είναι η ρητορική ικανότητα. Ένας από τους ευφραδέστερους ρήτορες της Μεταπολίτευσης είναι εντυπωσιακό το ότι δεν μπαίνει στον πειρασμό της κατάχρησης του πλεονεκτήματος αυτού και παραμένει επί μια δεκαετία σε σχεδόν πλήρη σιγή. Πόσω μάλλον όταν ζούμε στην εποχή της υπερέκθεσης άλλων λιγότερο ταλαντούχων, όπου η τηλεόραση έχει καταντήσει την πολιτική ζωή ένα απέραντο μποστάνι κοτσανολογίας.
Αντιθέτως, το εντυπωσιακό στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κ Καραμανλή ήταν ο τρόπος που διαχειριζόταν το μειονέκτημα του, ιδιαίτερα μάλιστα απέναντι στον χειμαρρώδη Ανδρέα Παπανδρέου. Με λόγο εύληπτο, σύντομο και εύστοχο συχνά περιοριζόταν σε αποφθέγματα χωρίς λάθη, πολυλογίες ή ελληνικούρες. Πέραν της επιμελούς προετοιμασίας του ιδίου, ένα πλήθος ερμηνευτών – συνεργατών αναλάμβαναν να εξηγήσουν τι ήθελε να πει, διευρύνοντας την απήχηση δεδομένου ότι οι ερμηνείες που διδόταν κάλυπταν ακόμη κι αντίθετες προσδοκίες χωρίς να καθιστούν την πηγή αντιφατική. Ένας άνθρωπος με τόσο προβληματική άρθρωση κι εκφορά, μετέτρεπε τον προφορικό λόγο σε προέκταση του γραπτού και το μειονέκτημα του σε «επιλογή» και στυλ!
Ή συμπυκνωμένη λιτότητα του ήταν κυρίως θέμα πολιτικής υπεροχής κι όχι τεχνικής υποστήριξης ή προσωπικής αυτοπεποίθησης. Πολύ περισσότερο, λίγοι θυμούνται τους προσεκτικά επιλεγμένους ερμηνευτές- συνεργάτες που «κατέβαζαν την γραμμή» ενώ πολλές εκφράσεις του κατέστησαν παροιμιώδεις.
ΣΗΜΕΡΑ
Η ατυχής έκφραση του κ Σκέρτσου, που διαδέχτηκε αλλεπάλληλες ατυχείς εκφράσεις άλλων υπουργών, έθεσε το ερώτημα μήπως το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι; Στον καιρό της πανδημίας και του μαζικού πένθους σίγουρα δεν αρμόζει η λογοδιάρροια και πολύ περισσότερο ο κομπασμός κι ο αυτοεγκωμιασμός.
Το AUTOCUE είναι μεν ένα βολικό μέσο για τους λιγότερο ταλαντούχους ρήτορες ωστόσο δεν ανακάλυψαν και την πυρίτιδα… Δεν δικαιολογείται αυτή η κατάχρηση «διαγγελμάτων» όπως ονομάζονται οι ασφαλείς απαγγελίες κονσέρβα ούτε η ατέρμονη προβολή, όταν οι συνθήκες επιβάλουν διακριτικότητα και στάση συμπόνιας. Εκτός κι αν ισχύει ο κανόνας της show biz που δεν διακρίνει θετική κι αρνητική δημοσιότητα.
Πρακτικώς, το αίτιο δε βρίσκεται στην κακή προετοιμασία του ατυχήσαντος και της ατυχησάσης ερμηνεύτριας, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για συνεχή αυτογκόλ που σημειώνονται στα γήπεδα των πλέον φιλικών ΜΜΕ. Είναι καθαρά πρόβλημα μιας αποδραμούσας πολιτικής υπεροχής κι ενός λόγου ασυνάρτητου στην πηγή.
Μια κυβέρνηση που υπερκατανάλωσε τον κ Τσιόδρα σε στιγμές πολύ μικρότερης πίεσης και περιορίστηκε σε τηβεννοφόρα παπαγαλάκια, αδυνατεί να αξιοποιήσει τις υπηρεσίες των ιατρών μελών της (πχ Γκάγκα, Θεμιστοκλέους) που τουλάχιστον αποπνέουν ότι διαθέτουν αίσθηση του τι έχει προκαλέσει η πολιτική που υπηρετούν και δεν είναι επιβάτες ιπτάμενων δίσκων.