Λευτεράκη τον έλεγαν χαϊδευτικά οι δικοί του, αν κι ο Βενιζέλος δεν διακρινόταν για τις πολλές-πολλές οικειότητες. Οι αντίπαλοι του έσουρναν όσα σέρνει η σκούπα αλλά το περιπαικτικό υποκοριστικό, που χρησιμοποιούσαν γι‘ αυτόν ήταν το «γυαλάκιας». Ακόμη στην Ελλάδα, πριν εκατό χρόνια τα γυαλιά ήταν άξια σχολιασμού και χλευασμού!
Ο Βενιζέλος ήταν στιβαρός κι απόμακρος, αν και ισοβίως δονείτο από τα πάθη του. Αν κάποιος εκσυγχρονιστής ακολούθησε την αισθητική Βενιζέλου, αυτός ήταν ο κ Κ. Σημίτης, που υπέστη μάλιστα αντίστοιχη επικοινωνιακή αποδόμηση από τους οπαδούς του κ. Καραμανλή.
Εκείνοι πάλι ίσως να διέκριναν στο πρόσωπο του Καραμανλή ομοιότητες με τον δημοφιλή «κουμπάρο», τον στρατηλάτη Κωνσταντίνο.
Βεβαίως οι ομοιότητες περιορίζονται στο επίπεδο της καρικατούρας.
Ο μεν κ. Σημίτης επ’ ουδενί ενέπνευσε τα πλήθη σαν τον Λευτεράκη κι είχε επιπλέον την ατυχία να συγκρίνεται μονίμως με τον προκάτοχο του.
Ο δε Καραμανλής, ο ελάσσων προτίμησε την σιωπηλή απόσυρση στη Ραφήνα κι έτσι γλύτωσε την κακή τύχη του συνονόματου.
Ο βασιλεύς, αντιθέτως, πέθανε μετά από πολυετή ασθένεια (φυματίωση) μόνος κι εξόριστος στο Παλέρμο, έχοντας προλάβει να δει μόλις προ εξαμήνου την τραγική κατάληξη των τυχοδιωκτισμών του.
Είναι δε χαρακτηριστικό του πόσο μετράει στα δύσκολα η λαοφιλία το γεγονός ότι, ενώ οι Γονατάς-Πλαστήρας είχαν ήδη αποβιβαστεί στο Λαύριο, η εν αποδρομή Κυβέρνηση ζήτησε από τους βασιλόφρονες Αρβανίτες των Μεσογείων να προβάλουν μια στοιχειώδη αντίσταση, προκειμένου να προλάβουν να εκκενώσουν τα Ανάκτορα. Οι πιστοί μεν, ευφυείς δε Αρβανίτες διακρίνοντας τον δυσμενή συσχετισμό,απάντησαν: «Ευχαρίστως αλλά να τελειώσουμε πρώτα με τον τρύγο!»
Αν το δίδυμο Σημίτη-Καραμανλή υπήρξε μια καρικατούρα των πρωταγωνιστών του εθνικού διχασμού, παρέμεινε ωστόσο μια έκφραση της σύγκρουσης τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού και λαϊκής δεξιάς.
Τι να πει κανείς για τον κ Κυριάκο Μητσοτάκη;
Πρόκειται για ένα υβρίδιο, δεδομένου ότι από τον Καραμανλή τον ελάσσονα κληρονόμησε την πελατεία αλλά από τον κ Σημίτη την πραμάτεια!
Βέβαια όσοι τον ακολουθούν, όπως και επί Βενιζέλου ή επί Σημίτη, το κάνουν πρώτα από όλα από προσδοκία για οικονομική μεγέθυνση και ισχυροποίηση της διεθνούς θέσης του αδυνάμου κράτους. Κι από αυτή την άποψη ο κ Πρωθυπουργός δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη.
Ο ίδιος, λέτε, ότι κατατρύχεται από την μακρινή του συγγένεια κι έχει παραλήρημα μεγαλείου αλλά ίσως και να σας κάνει πλάκα, συγκρίνοντας το μπόι του με τον πρόγονο.
Τον αποκαλείτε χλευαστικά με το υποκοριστικό Κούλης, ενώ κι οι δικοί του μάλλον το έχουν τερματίσει με επαίνους, προκαλώντας συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Ίσως και στον ίδιο, το άγος του 65 να λειτουργεί ως ένα ψυχολογικό άχθος και να άγχεται να το αποτινάξει επιδεικνύοντας μια έστω και ανύπαρκτη λατρεία του λαού.
Πάντως η εκτός ορίων προσωπολατρία δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Το 1919, λίγο πριν την καταδικαστική για τον Βενιζέλο λαϊκή ετυμηγορία της 1ης Νοεμβρίου 1920, διακεκριμένοι διανοούμενοι (*) που πρωταγωνίστησαν στην βενιζελικότατη γενιά του 30, ομιλούσαν για άνδρα ισοϋψή του Περικλέους και για δεύτερο χρυσό αιώνα (μετά του Περικλέους).
Μάλιστα ο μέγας Παρθένης απέδωσε και σε πίνακα του τον παραλληλισμό .
Οπότε, το γεγονός ότι οι αντίπαλοί του τον λένε «Κούλη» και οι οπαδοί του υπερβάλλουν σε ύμνους δεν σημαίνει ότι ο κ Κυριάκος αποκλείεται να τιμήσει το DNA του και να αποδειχθεί εφάμιλλος.
Σε αυτή την περίπτωση, ο αγαπητός Απόκαυκος θα μείνει με την πρόωρη ευδαιμονία.
Ο μεταπράτης
(*) πχ Πετσάλης Διομήδης κά