Του Δημήτρη Σεβαστάκη, ΒΗΜΑ, 1.4.12
Υπάρχει μια ευρύτατη διακύμανση στο εκλογικό σώμα. Παραμένει ορφανή, άστεγη. Δεν έχει διαμορφωθεί το πολιτικό σχήμα που θα ενσωματώσει τη σκεπτόμενη δυσαρέσκεια ή την αλαφιασμένη οδύνη. Τη δυσφορία του μεσοαστού που θέλει κάποιο υποτυπώδες σχέδιο, την έκρηξη του αφανισμένου που βλέπει μόνο στην έκρηξη. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να σταθεροποιηθεί μια νόθα και άλυτη πολιτική κατάσταση είναι η αγανάκτηση. Είναι η καταδίκη της κριτικής οξύνοιας και διόρασης μέσα στη συναισθηματική φλόγα. Δεν ξέρω αν η σημερινή πρόθυμη και διάσπαρτη αγανάκτηση είναι συμμετρική της προχθεσινής ηθικής ευκολίας με την οποία οι απέραντες μάζες συνέπρατταν στην καταστροφική συλλογική φαντασίωση. Δεν ξέρω επίσης αν σε αυτή τη συμμετρία χθεσινής βουλιμίας και τωρινής οργής μετεωρίζεται η πιο άδικη και αυτοφθοροποιός συλλογική επιλογή: να μην κρίνει ο πολίτης, να μη σκεφτεί, να μη συνθέσει, αλλά να κλωτσήσει την πόρτα.
Αυτή πάντως η παραδοξότητα πιθανόν να σπαταλήσει μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία που ποτέ άλλοτε η μεταπολίτευση δεν διάνοιξε: ο συνολικός μετεωρισμός των κομμάτων, οι διασπάσεις, τα υβρίδια αλλά και το ασχημάτιστο λαϊκό θυμικό οργανώνουν τις προϋποθέσεις μιας βαθιάς αλλαγής. Πράγματι, παρ’ όλο που είναι αντιπαθής αυτή η διάρρηξη του κομματικού κέικ, παρ’ όλο που γεννάει αβεβαιότητες, εν τούτοις ανοίγει άψαχτα και άχραντα πολιτικά νοήματα, δυνατότητες μιας επείγουσας ανασκευής: οι παρατάξεις να σπρωχτούν έξω από τους άδειους μηρυκασμούς, τον πολιτικό υπαλληλισμό και τα ευθυνόφοβα στερεότυπα.
Ο πολιτικός λόγος καλόμαθε στα εύκολα του κομματικού πατερναλισμού και τώρα που πρέπει να πατήσει στο άβατο νέων ερωτημάτων, νιώθει αμήχανος και στριμωγμένος. Εξουσιοδοτεί έναν δυσκίνητο ηθικισμό για να λύσει τον γρίφο. Ενοχοποιεί ή προικοδοτεί την οργή (αναλόγως από πού εκπορεύεται). Το πρόβλημα όμως δεν είναι η ταξινόμηση στο Καλό ή στο Κακό, αλλά η στρατηγική και η δουλειά στα μέσα επίτευξης. Το πρόβλημα είναι η δυναμική ερμηνεία ενός πολιτιστικού προβλήματος (συμπεριφορών και κοσμοθεώρησης) που σιγά-σιγά διαστράφηκε σε παραγωγικό και σε πολιτικό πρόβλημα, μέσα σε μια σκοτεινή και άλογη αλληλουχία.
Οι εκλογές αυτές βρίσκονται πέραν της τεχνικής και της ρητορικής. Πατάνε σε μια αμετάκλητη, μη αναβαλλόμενη αλήθεια και όχι στη μυθοπλασία. Και αυτό το όριο, παρ’ ότι στήθηκε στην καταστροφή και την ανικανότητα, πρέπει να ανοίξει προς την πολιτική παραγωγή λύσεων που θα λειτουργούν και θα ισορροπούν.
Η διάσπαση και τα τρίμματα ομάδων, κομμάτων, προσώπων φαίνονται ως πρόβλημα, ωθούν όμως προς κάποια λύση. Η βροχή αποσυγκολλήσεων και ανασυνθέσεων μπορεί να είναι και θετική εξέλιξη. Γιατί; Στο θρυμματισμένο τοπίο που προσπαθεί να στεγάσει τη χώρα, τη διοίκηση, τα πάθη και τα βάσανα, την πρωτοβουλία δεν γίνεται συνεχώς να την έχουν οι ναρκισσισμοί και οι μηχανισμοί. Θα αναλάβει η «πραγματικότητα»: Θα ασκηθεί μετεκλογικά μια αφόρητη πίεση ώστε να συναφθούν συμμαχίες, να παρθούν συναποφάσεις, κυβερνητικές και πολιτικές. Θα αλλάξουν επίσης οι πολιτικές διάρκειες με σύντομες και επισφαλείς θητείες. Είδαμε τα καλά των βεβαιοτήτων και της μακράς καριέρας, ας δοκιμάσουμε τον δρόμο της συντομίας και της σφίξης. Μπορεί επίσης να διαχυθεί, λόγω των αυξημένων πιθανοτήτων αναγκαστικής κυβερνητικής συμμετοχής όλων – και της Αριστεράς -, ένα αίσθημα «κυβερνητικότητας». Οχι μια εξουσιαστική φαντασίωση αλλά μέριμνα για πιο επεξεργασμένες, δουλεμένες αποφάσεις και θέσεις, για καλύτερο σχεδιασμό υλοποιήσιμης πράξης.
Η πίεση που ασκούν σε όλους αυτές οι εκλογές είναι μια βίαιη προτροπή προς την άσκηση οργάνωσης, αντοχής και ήθους. Και η «Αριστερά» θα αναγκαστεί να βελτιώσει την κουρασμένη μεθοδολογία της, γιατί κάτι άλλο απαιτείται από αυτή: Ποιότητα, καινούργιο, ολιστικό βλέμμα και συγκεκριμένες επεξεργασίες. Και η «Δεξιά» επίσης αποκτά μια ενδιαφέρουσα πολυσημία, όχι αναγκαστικά γύρω από τους κόμπους του μνημονίου και του αντιμνημονίου, αλλά γύρω ή εναντίον του ΠαΣοΚ που τρυπώνει μέσα της. Γύρω και εναντίον της εθιμοτυπίας που τη δεσμεύει και την καθηλώνει ως συμπληρωματική και όχι ως ηγεμονική δύναμη στην ελληνική πραγματικότητα. Γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Δεξιά πλευρά του τοπίου είναι η αυτοαλλοτρίωσή της από την καθυστερημένη ενθυλάκωση των πασοκικών ευκολιών. Αλλά και το «Κέντρο» κερδίζει μια χρήσιμη ανασφάλεια. Σε έναν κλονισμό διαρρέει προς αυτό που ενσωμάτωσε (με μεγαλύτερο ταλέντο από τους άλλους): Τη λεπτή και περίτεχνη ύφανση ενός λόγου και μιας κυβερνητικής πρακτικής από λαϊκές ανομίες και νεόπλουτα κοντοσυμφέροντα. Το ΠαΣοΚ χάνει από τον εαυτό του, τον εαυτό του. Μπορεί έτσι, αδυνατισμένο, να κερδίσει μια παραγωγικότερη ιστορική πυκνότητα.
Μη συγχέουμε τις εκλογές με την προεκλογική ρητορική. Η πραγματικότητα και η αυτοσυντήρηση θα βιδώσουν, θα συνθέσουν και θα οικοδομήσουν, αφού καταφέραμε να μην μπορούν να το κάνουν η συλλογική πολιτική επιθυμία, η στρατηγική ανάλυση και η εύστοχη πράξη.
Από τα επίκαιρα