Ο Γιώργος Σεφέρης μοιραζόταν την αντιπάθεια των Μικρασιατών για την μοναρχία Το σπίτι των οικογενειών Τσάτσου και Σεφεριάδη στην Κυδαθηναίων είχε στοχοποιηθεί ως άντρο των βενιζελικών πραξικοπηματιών του 1935. Ο δε ποιητής είχε αποτυπώσει την αηδία του για την επιστροφή του Γεωργίου του Β’ στο ποίημα του «
Η λεωφόρος Συγγρού Β’» το οποίο βεβαίως δεν προοριζόταν τότε για δημοσίευση ωστόσο το έδωσε στον Θεοτοκά ως επιστέγασμα μιας σειράς σχετικών ανεκδότων που μοιραζόταν μαζί του. Πρόκειται για το πρώτο πολιτικό του ποίημα κατά το οποίο καταλαμβάνει την κοιτίδα του πολιτισμού ένας βάρβαρος βασιλιάς με φτιασίδια πιθήκου, παπαγάλου και τοτεμικού ειδώλου …Στις 18 Μαρτίου 1936 ο Βενιζέλος πεθαίνει στην εξορία και ο Σεφέρης ταξιδεύει στα Χανιά για να παραστεί στην κηδεία αυτού που λάτρευε αν και δεν του συγχωρούσε το «συγχωροχάρτι» του προς την μοναρχία, λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Δυο μόλις εβδομάδες μετά την 4η Αυγούστου ο Σεφέρης γνωρίζει την Μαρίκα ( ή Μαρί ή Μαρία Ζάννου ή Μάρω όπως επικράτησε να λέγεται), τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του που ζούσε τότε μέσα σε ένα γάμο υπό κατάρρευση, με τις δύο κόρες της. Η ίδια περιγράφει πολύ ζωντανά την ολοήμερη εκδρομή τους στον ναό της Αφαίας στην κοσμοπολίτικη τότε Αίγινα, που κατέληξε με την αναζήτηση τους αργά πια το βράδυ από ένα άλλο ‘παράνομο’ ζεύγος εκείνο του Άγγελου Σικελιανού και της Ιωάννας Τσάτσου, συζύγου του μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας και αδελφής του ποιητή Η ημέρα εκείνη μνημονεύεται επίσης σε πολλά ποιήματα του Σεφέρη από αυτά που ακολούθησαν άμεσα αλλά μέχρι και τα ‘Τρία κρυφά ποιήματα’, που γράφτηκαν τριάντα χρόνια μετά! Έντονα αποτυπώνονται οι στιγμές εκείνες στην ομάδα ποιημάτων «Σχέδια για το καλοκαίρι» καθώς και στην πλούσια αλληλογραφία τους στους δεκατέσσερις μήνες που ακολούθησαν και επρόκειτο να κρίνουν το μέλλον της σχέσης τους (88 επιστολές)
Στις 17 Σεπτεμβρίου λήγει η καλοκαιρινή άδεια του πιο ερωτικού του καλοκαιριού και επιστρέφοντας νοιώθει το μέλλον του να συνθλίβεται βρίσκοντας το χαρτί με το οποίο το νέο καθεστώς τον μετέθετε στη … Κορυτσά Ο υφυπουργός Μαυρουδής που προίστατο του Σεφέρη μπορούσε να επηρεαστεί από τον Κατσίμπαλη ωστόσο η επίμονη άρνηση του – γιατί τάχα η μετάθεση αυτή θα κάνει καλό στη καριέρα του – δημιουργεί στον Σεφέρη την υποψία ότι πιθανώς να υπήρχε και δάκτυλος της οικογένειας του προκειμένου να απομακρυνθεί από το περιβάλλον μιας ακόμη παντρεμένης γυναίκας και μάλιστα τόσο αντιπαθητικής όσο η Μαρώ. Στις 21 Οκτωβρίου δημοσιεύεται η εντολή διορισμού και τον Νοέμβριο φθάνει στην Αλβανία αποτυπώνοντας τη στιγμή σε ένα ποίημα του που έμελλε να γίνει διάσημο από την μελοποίηση του Μίκη (κράτησα τη ζωή μου) Ωστόσο στην Κορυτσά αναφέρεται πάντα περιφρονητικά (…το χωριό μου) και στις παραινέσεις του Κατσίμπαλη να δώσει βάρος ως Πρόξενος στον πολυπληθή ελληνισμό της (Ελλάδα είναι και η Κορυτσά) παραμένει ψυχρός και ασυγκίνητος αν και δεν αγνοεί τα ζητήματα ούτε είναι αδιάφορος Πιθανολογείται μάλιστα ότι γνώρισε τον Εμβέρ Χοτζα, που ήταν τότε δάσκαλος στο Lycee της περιοχής, χωρίς όμως αν όντως υπήρξε η γνωριμία αυτή να αξιολογηθεί ιδιαιτέρως ούτε από τον ένα ούτε από τον άλλο
Παρά τις αντιξοότητες δεν περιπίπτει στην αυτολύπηση άλλων φάσεων της ζωής του ούτε ανακόπτει την ποιητική του παραγωγή, πράγματα που αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στον ευθύ χαρακτήρα της γυναίκας που είχε ερωτευθεί. Μετά από ένα τετραήμερο μαζί της στην Τσαγκαράδα, όπου ο Σεφέρης βρίσκεται κοπανιστός (!), η σχέση τους μαθαίνεται από τον σύζυγο και οι εξελίξεις πιέζουν για αποφάσεις Μπροστά στον εκβιασμό της αποστέρησης των δύο κορών της η Μαρώ αποφασίζει την διακοπή της σχέσης και αυτός φαίνεται να το παίρνει απόφαση αν και η λεπτή επίφαση παλληκαρισμού δεν συγκαλύπτει την άβυσσο της απόγνωσης και της πικρίας που νοιώθει. Ενώ βρίσκεται ήδη υπό εξέλιξη ένα συνοικέσιο με οικογενειακή παρότρυνση επιστρέφει στην Κορυτσά, τον Αύγουστο του 1937 Εκεί τον περιμένει γράμμα της Μαρώς και ο ‘οριστικά τελειωμένος’ κύκλος ξανανοίγει, έστω και με αρκετές παλινωδίες. Αυτό πιθανώς το αγνοεί η «αόρατος χειρ» της οικογένειας του ή αλλιώς πρόκειται για φοβερή σύμπτωση ότι μόλις τότε συνέπεσε με την «ομαλοποίηση» των συναισθηματικών του υποθέσεων και η διαφαινόμενη ικανοποίηση του αιτήματος του για μετάθεση! Εγκαταλείποντας το «χωριό του» δεν φαίνεται να γνώριζε το ατιμωτικό τίμημα της μετάθεσης του Δυο βδομάδες αργότερα μια ημερήσια διαταγή του γκεμπαιλίσκου – «ιδεολόγου» Υπουργού Τύπου του καθεστώτος Θεολόγου Νικολούδη, τον διορίζει στο σχεδιασμό των νόμων του τομέα του (των νόμων της λογοκρισίας κά)
Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως δεν υποστήριξε ποτέ το καθεστώς αλλά απλώς ‘διετάχθη’ Ωστόσο πουθενά δεν φαίνεται ότι αρνήθηκε, διαμαρτυρήθηκε, επιφυλάχθηκε ή πολύ περισσότερο ότι αντιστάθηκε. Δεκέμβριο επιστρέφει αυτός και αρχές του χρόνου η Μαρώ έχει ήδη εγκαταλείψει το σύζυγο της και συγκατοικούν στη περιοχή του Καλλιμάρμαρου, όπου αργότερα θα χτίσουν και το σπίτι τους Το βαρύ τίμημα του έρωτα ήταν για μεν την μία η σχέση της με τα παιδιά της, για δε τον άλλο η ξεφτίλα του να υπηρετεί στο Υπουργείο Προπαγάνδας του γελοίου νάνου αυτός ένας κολοσσός του πνεύματος
Έρως ανίκατε μάχαν που θα έλεγε και μια άλλη ψυχή μικρασιάτικη
Οι πληροφορίες προέρχονται από τον τόμο:
Βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ»
του Ρόντρηκ Μπήτον
η σταχυολόγηση τους έγινε από το Αποκαυκίδιον το μελετηρό