τις πανέμορφες οδαλίσκες του χαρεμιού του. Η τουρκική αυτή λέξη [kocek]
χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα στον πληθυντικό και σημαίνει το νεαρό χορευτή με
γυναικεία ρούχα αλλά και το νεογνό της καμήλας Στο Λεξικό Αβρ. Μαλιάκα
(Κωνσταντινούπολη 1876) γράφεται: «κιουτσέκι: χορευτής ωραίος δια των
χαριεντισμών αυτού, εις διασκέδασιν συντελών».
φουστάνια και φανταχτερά διαδήματα χόρευαν σε σεράγια και σε καφενέδες συνήθως
ενώπιον μόνο ανδρών. Οι χοροί τους ήταν θηλυπρεπείς όπως το τσιφτετέλι και
ιδιαιτέρως το δικό τους kocekce (ο Μάρκος Βαμβακάρης ήξερε το κοτσέκικο
κούρντισμα)
Κουραδοκόφτη: «Κατά τη διάρκεια των χορών έριχναν πυριφλεγείς ματιές προς την
μεριά των θεατών που αποθαύμαζαν τα καυλιάρικα κουνήματα τους και φυσικά μετά
τις χορευτικές επιδείξεις οι θαυμαστές που διέθεταν το σχετικό παραδάκι
καταγαμούσαν τα κιουτσέκια. Γι’ αυτό η λέξη kocek εκτός από μικρός χορευτής και
καμηλόπουλο σήμαινε και πουστράκι»
νεαρό και το πουλαράκι ότι βρίσκεται και στα γαλλικά (giton). Ο θεσμός ωστόσο
των θηλυπρεπών χορευτών ξεκίνησε από την Ινδία και την Περσία και αφού ξεπέρασε
τα όρια του Βυζαντίου, του Ισλάμ και της Οσμανλιδικης αυτοκρατορίας εξαπλώθηκε
από το Μαγκρέμπ ως τα Βαλκάνια κι από την Αίγυπτο ως την τουρκόφωνη Κεντρική Ασία
Φαίνεται ότι η τουρκική λέξη kocek προήλθε από το ταυτόσημο περσικό kucek και
αυτό από το ινδικό κατσάκ Η παράδοση, μας λέει ο Πετρόπουλος, συνεχίζεται και
σήμερα στην Τουρκία όπου πολλοί τραγουδιστές είναι διάσημοι πούστηδες. Ωστόσο ο
αγένειος έφηβος αποτελούσε πανάρχαιο ιδεώδες ομορφιάς που επικρατούσε στην
Ανατολή επί αιώνες, πολύ δηλαδή πριν τους Τούρκους …
είναι η λέξεις: kostek (αλυσίδα) – κυπριακά το κιοστεκκιάζω σημαίνει αλυσοδένω
ή περνώ χειροπέδες, kucuk (μικρός σε μέγεθος ή και ηλικία) από όπου προέρχονται
τα επιθετα κούτσικος, κιουτσούκι, Κουτσούκος, Κουτσουκέλης Όχι όμως,
επισημαίνει ο ΗΠ και το επίθετο Κιοτσέκογλου το οποίο είναι γελοίο να
αποδίδεται ως ‘μικροχορευτής’. Ακόμη kucak
(κόρφος , βυζί) αλλά και kic (κωλομέρια, πρύμνη).
διάκριση μετάξυ των ιδιοτήτων των σημερινών συγκρουομένων, Κιουτσούκη &
Κιουτσεκιών: Ο ένας μεν είναι κιουτσούκι (εκ του kucuk – μικρός σε μέγεθος,
ηλικία ή κατ’ επέκταση και σημασία) Οι άλλοι δε είναι κιουτσέκια (εκ του kocek που
εν προκειμένω δεν σημαίνει νεαροί χορευτές αλλά πουστράκια)