60 και σ αυτήν του 70! Μεγαλώσαμε με την ασφάλεια της γενιάς, που δεν γνώρισε
τα ζόρια, που δεν είχε περάσει καταστροφές, πόλεμους, εθνικές τραγωδίες,
εμφυλίους, κατοχές. Απόηχος η χούντα, κάπου στο πίσω μέρος της βεβαιότητας, σαν
θολές αναμνήσεις από συζητήσεις και μια ιαχή «έρχεταιαιαι» και για κάποιους το
αχνό άκουσμα της λέξης «επιστράτευση».
κολαριστό με ζαχαρόνερο και Κλούβιος και Σουβλίτσα, Μπονάντσα, Μάχη, Ρομπέν των
Δασών, Αντίζηλοι και Άγιος. Και καρνέισον! Και κουάκερ! Και στα μεγάλα κέφια,
κόλα Ταμ – Ταμ. Μαζεύαμε χαρτάκια απ τις γκοφρέτες τα αγόρια και τα κορίτσια
κάρτες με σταρ του ελληνικού κινηματογράφου από πλακέ τσιχλόφουσκες. Παίρναμε
και τις άλλες που ήταν τσιγάρα! Και κάτι γλειφιτζούρια που είχαν πλαστικά νύχια
κόκκινα και μετά τα φορούσαμε στα δάχτυλα μας και κάναμε πως καπνίζαμε τις ροζ
τσιχλόφουσκες! Οι καλές σοκολάτες γάλακτος, ήταν συρταρωτές και σαν παιχνίδια
άλλαζαν κεφάλια και πόδια σε καρικατούρες, αν τράβαγες τα συρτάρια. Σεραφίνο,
Τιραμόλα, Μικυ Μάους και μετα Μπλεκ, Ομπραξ, Κλασσικά Εικονογραφημένα με τον
Κόμη Μοντεχρίστο πάντα παγιδευμένο σε μικρα τετραγωνάκια και τους Τρεις
Σωματοφύλακες με κουνημένα χρώματα, Μανίνα, Κατερίνα και Πάτυ. Σιδεροκολλητα
για τις μπλούζες με τον Τραβόλτα να χορεύει στο Πυρετό στο Σαββατόβραδο η τους
Αγγέλους του Τσάρλυ (στην πρώτη εκδοχή τη καλή, με την Φάρα Φόουσετ και όχι
μετα με την Τσεριλ Λάντ).
πολιτικές συζητήσεις. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν Τροτσκιστής και κινδύνευε η
Ελλάδα και αυτοί φορούσανε ζιβάγκο και είχανε και μουστάκια και στη χούντα
βάζανε βόμβες. Ο Καραμανλής ή τα τανκς; Ο Κύρκος ήταν καλύτερος απ τον Φλωράκη!
Μπα, ο Χαρίλαος ήταν παλικάρι. Τσακώνονταν οι μεγάλοι για τα πολιτικά.
Οικογένειες έπαυαν να μιλιούνται. Τραπέζια μεγάλα, γιορτινά διαλύονταν απ τη
λάθος κουβέντα για τον Ζίγδη, τον Ράλλη, την ΕΔΑ. Και η ζωή ήταν έγχρωμη. Τα
σπίτια είχαν κήπους με τριανταφυλλιές και τα διαμερίσματα μεγάλες βεράντες με
λευκά φερ φορζέ. Αγόραζαν ιδιωτικό αυτοκίνητο οι γονείς και κέρναγε η γειτονιά
με κέρματα για να αναφτούν κεριά και να ναι καλοτάξιδιο. Μαζεύονταν οι φίλοι,
να δουν το νέο απόκτημα: την έγχρωμη τηλεόραση! Και…
χει δύναμη μεγάλη! Κάθε παιδί τον Τσοκολάτα τον λατρεύει, ορμάει στην φλόγες
και το κορίτσι βγάζει. Δυνατός και γερός για να γίνεις, κάθε μέρα, σοκολάτα να
πίνεις…»… Στη πρώτη, άντε δεύτερη τάξη, έχουμε πια δημοτική. Πάνε και οι τόνοι.
Κάποιοι μάθαμε παπαγαλία, τις δασυνόμενες λέξεις. «Ένα, έξι, επτά, εκατό και
ερπετά, Ερμής, Έλλη, η Ελένη, η Ελλάδα η ξακουσμένη (η Ελλάδα για πάντα
ξακουσμένη, ρίζωσε η φράση μέσα μου!)…»… Άχρηστη γνώση. Το μονοτονικό, παίρνει
το «να Άννα, να, ένα μήλο» και για λίγο μας φέρνει τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία
Παπαντωνίου. Αστόπαιδα στα προάστια ή στο κέντρο, ρωτούσαμε τους γονείς μας τι
είναι τα χειμαδιά!
στα σαλόνια. Εμείς, στις αρχές της εφηβείας. Διαβάζαμε κρυφά το ΚΛΙΚ του
μεγάλου ξάδελφου, που ήταν προχωρημένος. Το στοματικό σεξ, έλεγε! Άκου
πράγματα, ε;
κάναμε γιατί έτσι έκαναν και οι παλιότεροι, λίγο συνδικαλισμό, αλλά ήδη μας
ένοιαζε αν θα πάμε παραλιακή το βραδύ, Σπέτσες το weekend και το καλοκαίρι
Μύκονο ή Σαντορίνη, σαν «ερωτευμένοι πιγκουίνοι;». Πίναμε ουίσκι η βότκα και
όχι μπίρες ή κρασί σαν τους γονείς μας ή από κείνε το περιβόητο βερμούτ που
ακόμα είχαν κάτι θείες σπίτι τους. Γίναμε καριερίστες με ξενικές λέξεις στα
αξιώματα μας. Managers, editors, consulates. Ρομέο, Μερσέντες, Λοφτ, Κούκος,
Σουί Γκένερις και Μέμφις πίσω απ το Χίλτον, Αλεξάνδρας για απογευματινά ούζα,
οι πιο σπουδαίοι Ράτκα, οι πιο εναλλακτικοί Ίντριγκα και Εξάρχεια και ρεμπέτικα
στο Μινόρε, η στο Ταξίμι, ή τζαζ λαιβ στο Καφέ Παλέτ και στον Πήγασο.
πολυκατοικίες, γραμμικές μεζονέτες, ανεβήκαμε στα τραπέζια στα μπουζούκια,
ξυπνήσαμε με χάνγκ όβερ και στόματα παπούτσια, πάθαμε τζετ λανγκ, ταξιδέψαμε
στις άκρες του κόσμου, λατρέψαμε όλοι μανιακά την Νέα Υόρκη, φτιάξαμε συλλογικό
υποσυνείδητο με σκηνές από το σινεμά στο Σέντραλ Παρκ και στις ανηφοριές του
Σαν Φρανσίσκο, με ήχους Χατζιδάκι, Σαντάνα, Μπέλου, Σαββόπουλο, Βαμβακάρη, Ντιπ
Περπλ, Μαντόνα, Πρινς, Μάικλ Τζακσον, ΖιΖι Τοπ, Στράτο Διονυσίου, Μίκυ
Θεοδωράκη, Ρόρι Γκάλαχερ, Μάκη Χριστοδουλόπουλο και Μαργαρίτη, να φιλιέται
μόλις κλείνουμε τα μάτια η Τζούλια Ρόμπερτς με τον Ρίτσαρντ Γκίαρ και να
δοκιμάζει φράουλες η Τζέσικα Λανγκ απ τα δαχτυλα του Μίκι Ρουρκ. Ολά μαζί σε
εικόνες. Ο Μπακαλόγατος, η Βασιλειάδου, η θεία απ το Σικαγο, το ίδιο το Σικάγο,
ο Χρηστός ξανασταυρώνεται, ο Ιησους του Τζεφιρελι, του Μελ Γκίμπσον, του
Σκορτσέζε, η κυρία Λουκά με σταυρούς έξω απ τα σινεμά, το Σινεμα ο Παράδεισος,
το Τοπ Γκαν, ο Ηλίας του 16ου, οι Απαράδεκτοι, οι Τρεις Χάριτες, τα
Φιλαρακια…
στερεοφωνικά υψηλής απόδοσης, σιντι πλειρ στα αυτοκίνητα, εκεί που ο πατέρας
στο Λάντα ή στο Σίμκα ή στο Ντάτσια, είχε κάτι μεγάλες κασέτες φορτηγατζήδικες
να ακούει Μαρινελλα και Βοσκόπουλο, τζιπ με φιμε τζάμια που είχαν φορολογικές
διευκολύνσεις, υψηλής αισθητικής πράγματα από ταξίδια, δάνεια, υποθήκες,
πιστωτικές στα κόκκινα, χρέη, δανικά από φίλους, διαταγές πληρωμών, εξώδικά και
τα τζιπ χωρίς βενζίνη, σαν έπιπλα πια στα γκαράζ.
συζητάνε με πάθος, για την κρίση και τις διεξόδους και πότε επιτέλους, όπως
ξαφνικά άρχισε όλο αυτό θα περάσει και πως θα τ αλλάξουμε όλα και αν γίνει
εξέγερση, ο ένας μας σκοτώνει τον άλλον, πέσει κι άλλη πείνα και λες δεν
υπάρχει πια κίνδυνος πραξικοπήματος; Μήπως να ποστάρουμε ζάχαρες, αλεύρια,
μακαρόνια, γάλατα για τα παιδιά; Τι κινδυνολογίες είναι όλα αυτά; Τι
εσχατολογίες; Σε πλήρωσαν στην ώρα σου; Έβγαλες τη κάρτα για τις διαδρομές με
το μετρό; Και που βρήκαν αυτοί οι πολιτικοί 40 και 25 σπίτια ο καθένας; Από
δωρεές; Τι δωρεές είναι αυτές; Εμάς γιατί κανένας μπάρμπας μας, δε μας έγραψε
ούτε ένα WC στο Ζούμπερι;…
παιδικό δωμάτιο, με πλαστικές φιγούρες των ηρώων μας στους τοίχους, να
κρυφτούμε. Ούτε καλαρισμένα με ζάχαρη σημαδάκια πάνω στις πλάσμα, για να
νιώσουμε ασφάλεια. Βογγάνε όλο έκθεση τα κομπιούτερ μας! Ουρλιάζουν τραγούδια
τα κινητά μας.
γενιάς, που δεν γνώρισε τα ζόρια, που δεν είχε περάσει καταστροφές, πόλεμους,
εθνικές τραγωδίες, εμφυλίους, κατοχές! Δεν είχαμε προπονηθεί για όλα αυτά, δεν
είχαμε προετοιμαστεί, δεν υποπτευόμασταν! Και εκείνη η διαφήμιση; Αφού έλεγε
«δυνατός και γέρος για να γίνεις, κάθε μέρα καρνέισιον να πίνεις». Και το
πίναμε! Κάθε μέρα! Γιατί τότε ρε γάμω το, γίναμε, τόσο μα τόσο αδύναμοι;