με κορμό προβληματικό, αν όχι ανυπόστατο, έχει ένα επιπλέον δυσεύρετο γνώρισμα:
Μολονότι δεξιά, δεξιότατη, στην πρακτική και στο ύφος της, από τον πρωθυπουργό
έως τον τελευταίο διευθυντίσκο που μοιράζει θεσούλες με τον πλέον παραδοσιακό
και πελατειακό τρόπο (από την ανέκαθεν πολύφερνη ΕΡΤ έως την έσχατη ταπεινή
υπηρεσιούλα), διαθέτει στη δομή της τρεις τουλάχιστον εκδοχές της Αριστεράς.
Και λέω τρεις τουλάχιστον, γιατί αν συνυπολογίσουμε τον Κόκκινο Πάνο, που έχει
ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός και ως Ερυθρός Στρατάρχης και ο οποίος αποτελεί
μόνος του ιδιαίτερο θέμα (όπως όριζαν τα θέματα οι Βυζαντινοί), φτάνουμε στις
τέσσερις και συνεχίζουμε. Διότι έχουμε, πρώτον, την Κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ
(και μάλιστα υπό τον κ. Βενιζέλο, ακραιφνή σοσιαλιστή). Δεύτερον, την Αριστερά
στην ανανεωτική εκδοχή της, τη ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη. Και τρίτον, έχουμε την
ευδιάκριτη, αν όχι εντονότατη παρουσία των ούλτρα αριστερών (μια φορά και
μάλλον δυο καιρούς) συμβούλων του πρωθυπουργού, εν οις δικαίως προεξάρχει ο
Βήτα Πανελλαδικάριος Χρύσανθος Λαζαρίδης, για τους μνήμονες.
αριστεροσύνη, ό,τι αριστερότερο ακούμε για τα «πρέπει» της κυβερνητικής
πολιτικής προέρχονται από πρόσωπα τα οποία θα ήταν τα τελευταία που θα
δημιουργούσαν εντυπώσεις αριστεροσύνης ή θα διεκδικούσαν δάφνες αριστερότητας.
Ο Πέτερ Μπονφίνγκερ, λ.χ., ένας από τους πέντε θεσμικούς συμβούλους της
Γερμανίδας καγκελαρίου, είπε το εξής άκρως μαρξιστικό (αν κρίνουμε και από τη
«σπειροειδή φθίση», που αντιγράφει προδήλως τη «σπειροειδή εξέλιξη» του Μαρξ):
«Η στρατηγική του σοκ απέτυχε. Σε συνθήκες σπειροειδούς φθίσης της
οικονομίας, οι περικοπές δεν προσφέρουν τίποτε. Το ζητούμενο είναι προγράμματα
ανάκαμψης. Απορώ που δεν επιχειρείται η επιβολή φόρου περιουσίας. Τέτοιος
φόρος επιβλήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία, όπου οι πλούσιοι
υποχρεώθηκαν να δώσουν τη μισή περιουσία τους σε διάστημα τριάντα ετών στο
κράτος». Γιατί; Επειδή οι κύριοι αυτοί είχαν πλουτίσει επί πολέμου και διά του
πολέμου. Οπως οι δικοί μας πλούσιοι, στον λυσσαλέο οικονομικό μας πόλεμο. Ας
προστεθούν στην πρόταση του κ. Μπονφίνγκερ οι προτροπές του γερμανικού Τύπου
προς την ελληνική κυβέρνηση να κάνει επιτέλους κάτι με τους πλούσιους, αλλά και
οι αναλόγου περιεχομένου οχλήσεις της Αγκελα Μέρκελ. Και ούτε το «Σπίγκελ»
είναι η «Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου», και μάλιστα την περίοδο της «Μορφωτικής
Επανάστασης», ούτε η κ. Μέρκελ φέρνει στη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
θερινά ανάκτορα, απαλλοτριώσεις και τα τοιαύτα. Φτάνει να θυμηθούμε το Σύνταγμα,
μια και το ’χουμε. Να θυμηθούμε δηλαδή όσα ορίζει περί κοινωνικής δικαιοσύνης, στη
φορολογική της μορφή. Ηδη αυτό θα ήταν μισή επανάσταση.