Αγαπητέ κύριε Θεοδωρόπουλε,
Με αφορμή το χθεσινό ειρωνικό σας σχόλιο
για μένα στη στήλη της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ – Γνώμες» (http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4780385),
θέλω να σας πω μερικά πράγματα, τα οποία ίσως να μην τα έχετε σκεφτεί ποτέ,
δηλώνοντάς σας όμως, πως εγώ ποτέ δε σχολιάζω γνώμες άλλων, αν δε με έχουν
προκαλέσει πρώτα αυτοί. Αλλά αν με προκαλέσουν απαντώ με τον δικό μου τρόπο, ο
οποίος πολλές φορές δεν είναι κι ο καλύτερος για τον άλλον. Και καλά εσείς δεν
ξέρατε – δε ρωτούσατε;Ξεκινώ λέγοντάς σας κατ’ αρχάς, πως είναι κρίμα να μη
γνωρίζετε, ως πνευματικός άνθρωπος που είστε, όπως τουλάχιστον δηλώνετε,
ότι η διεκδίκηση της «ουτοπίας», ως μηχανισμός υπεράσπισης ανθρωπίνων
αξιών, δεν εντοπίζεται στη «νεότητα» και δεν αντιβαίνει την «ωριμότητα».
Αντιθέτως, αν χαρακτηρίζει κάτι την «ωριμότητα» είναι η διαχείριση
της «ήττας». Άρα, όταν η «ήττα», κύριε Θεοδωρόπουλε, εντοπίζεται
στη διάψευση μιας συλλογικής ουτοπίας, το άτομο δύναται να διατηρεί τον
ουτοπικό του λόγο και να εμμένει στις αξίες και τα αιτήματα, που διαμορφώνουν
την εκάστοτε «ουτοπία», αναδιατάσσοντας την «τακτική» του με βάση την νέα πραγματικότητα.
Με απλά λόγια, για να το καταλάβετε κι εσείς, δεν αλλάζουμε τις
αξίες μας ανάλογα με την εποχή ή ανάλογα με το τι μας συμφέρει κάθε εποχή.
Αν είχα έστω και το ελάχιστο δείγμα από εσάς, πως κάποτε, έστω και στο πολύ
μακρινό παρελθόν σας, σας είχε απασχολήσει αυτό το θέμα, θα σας συμβούλευα, να
μη χρησιμοποιείτε ποτέ τη συλλογική διάψευση για να δικαιολογήσετε την
απομάκρυνσή σας από τις βασικές σας αξίες, γιατί τότε η «ήττα» καθίσταται
ατομική κι έτσι αυτοχαρακτηρίζεστε αποτυχημένος και δε σας σώζει τίποτα, ούτε
καν η φράση σας: «έχω πάψει προ πολλού να αισθάνομαι αειθαλής πιονιέρος».
Πολύ φοβάμαι όμως, πως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για εσάς κι αν κάτι σας
ενόχλησε στην ουσία, όπως αφήνετε, ως σοφός ώριμος ρεαλιστής, να νοηθεί στο
άρθρο σας, δεν ήταν ο «πολιτικός παλιμπαιδισμός» μου και η αναφορά μου στον
καπιταλισμό (χωρίς την προσφώνηση του κ. Μπογιόπουλου, αν και θα σας άξιζε),
όσο τα σχόλια μου μου για το «σουλάτσο πολλών επαγγελματιών διανοουμένων στον
κονφορμισμό» και την «εθελούσια δουλεία τους στην πολιτική καμαρίλα». Σχόλια
που νομίζω, τα πήρατε προσωπικά. Λάθος σας, κύριε Θεοδωρόπουλε. Σας δηλώνω
ευθαρσώς λοιπόν – για να μην ανησυχείτε -, πως όταν μίλησα
περί εθελούσιας δουλείας στην πολιτική καμαρίλα, δεν αναφερόμουν σ’ εσάς! Ούτε
καν σας είχα στο μυαλό μου. Δε σας ήξερα και δε σας ξέρω. Μόλις πριν από λίγο
και εντελώς τυχαία έμαθα, πως είχατε αναλάβει – αμισθί, όπως ο ίδιος
τονίζετε παντού – τη θέση του προέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου
Βιβλίου με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Γερουλάνου και στη
συνέχεια, μετά από ενάμιση χρόνο υποβάλλατε την παραίτησή σας, όχι για λόγους
πολιτικούς βέβαια, αλλά για λόγους προσωπικούς, όπως εσείς ο ίδιος πάλι γράφετε
στην επιστολή παραίτησής σας. Επίσης μόλις τώρα ανακάλυψα, πως την
τελευταία εικοσαετία έχετε συγγράψει πάνω εικοσιπέντε έργα! Σας ζητώ συγγνώμη,
αλλά δεν έχω διαβάσει ούτε ένα απ’ αυτά, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι. Άρα
το να θεωρείτε, πως τη σκέψη μου την απασχολεί η προσωπικότητά σας είναι μία
απλή φαντασίωση σας, που αποδεικνύει πως τελικά όντως πολλές φορές η
μύγα μυγιάζεται.
Εδώ όμως, μ’ αυτήν την επιστολή μου, δε σας εγκαλώ για σχοινοβασία ενός
μυαλού μεταξύ κενότητας και ανοησίας, ούτε για διακονία σ’ έναν ακραίο
νεοσυντηρητισμό, πράγμα που είναι εμφανές σε όσα άρθρα σας άντεξα να διαβάσω
στο διαδίκτυο, ούτε για την εμφανή προστασία που παρέχετε στο ίδιο σαθρό
πολιτικό σύστημα, που σας συντηρούσε μέχρι τώρα (αυτό το τελευταίο το αναφέρω
ορμώμενος από την αυτοκριτική, που κάνατε κάποτε αναφερόμενος στην περίπτωση
Λαυρεντιάδη. Γράψατε: «Δεν ξέρω αν όλοι μαζί τα φάγαμε. Όμως από τα σπλάγχνα
μας τους βγάλαμε». Αυτή τη φράση σας την εξέλαβα στη κυριολεξία της, αλλά αν
την κατάλαβα λανθασμένα, σας ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη). Ούτε επίσης
σας εγκαλώ για την αιθαλομίχλη της πολιτικής σας σκέψης, αφού ακόμη και τότε
στα νεανικά σας ντουζένια, όταν προσπαθούσατε να βρείτε την ευτυχία στο Παρίσι
μέσω της μαρκουζιανής σκέψης, ερμηνεύατε ποίηση του Μάο και στίχους του
Μαγιακόφσκι, μόνο και μόνο για να βρείτε κάποια γκόμενα, όπως εσείς ο ίδιος
εξομολογείστε στο άρθρο σας. Ήθελα να ‘ξερα ειλικρινά, αν
κάτι τέτοιο το καταφέρατε ποτέ; Μάλλον όχι και μάλλον μπακούρης φεύγατε κάθε
βράδυ μετά από εκείνες τις ολονύχτιες συζητήσεις. Κατανοώ πλήρως αυτό, που σας
συμβαίνει. Τα τραύματα σ’ αυτήν την ηλικία μένουν ανεξίτηλα. Έτσι εξηγείται
άλλωστε κι όλο αυτό το σύμπλεγμα περί αποτυχίας, που διαφαίνεται στη
γεμάτη πικρία διαπίστωσή σας, πως οι «επιτυχημένοι είναι είδος».
Δε σας εγκαλώ όμως γι’ αυτά. Σας εγκαλώ για κάτι άλλο πολύ πιο
σοβαρό: πώς γίνεται εσείς, ο ώριμος είρων, ο ανανήψας πλέον απ’ το ανώριμο
παρελθόν του, ο λάτρης του μπισμαρκικού «εφικτού της πολιτικής και αυτόκλητος
μάρτυρας υπεράσπισης της τωρινής πολιτικής κατάστασης», πώς γίνεται να επιλέγει
τον ειρωνικό σχολιασμό της φράσης «κατάργηση των μνημονιακών νόμων», ξεχνώντας
(;) και αποσιωπώντας – κοινώς: κάνοντας γαργάρα – το γεγονός, πως δίπλα του,
στον ίδιο χώρο της εφημερίδας που αρθρογραφεί, λόγω της εθελουσίας εξόδου
(σύγχρονος όρος της μνημονιακής πολιτικής, ο οποίος περιγράφει «κομψά» την
ψυχρή απόλυση) έχουν βρεθεί ξαφνικά στον δρόμο, πάνω από 15 εργαζόμενοι
δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και γνωστές υπογραφές, όπως Γιώργος
Παπαχρήστος (πολιτικό ρεπορτάζ), Κώστας Γεωργουσόπουλος (θεατρικός κριτικός),
Δημήτρης Δανίκας (κριτικός κινηματογράφου και αρθρογράφος), Μικέλα Χαρτουλάρη
(αρχισυντάκτρια στο ένθετο βιβλίου), Πόπη Διαμαντάκου (τηλεκρικτικός), Χάρις
Ποντίδα (πολιτιστικά ), Νίκος Αμανίτης (επικεφαλής ενθέτων) κ.α. Είναι
δυνατόν να ειρωνεύεστε εσείς το σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου;
Θα ήθελα, όμως ειλικρινά να μάθω, πολυγραφότατε κύριε Θεοδωρόπουλε, το
ψιλοκομμένο αυτό τουμπεκί, που κάνετε είναι γιατί, όπως εσείς γράφετε
περιγράφοντας τον εαυτό σας, χαριεντιζόμενος ως άλλος «εκπεπτωκός νάρκισσος»,
«η σκέψη σας έχει χάσει προ πολλού τη φρεσκάδα και δε σας επιτρέπει να
επαναλαμβάνετε ωραίες κοινοτοπίες με τη σεμνότητα του ανθρώπου που νομίζει πως
εφηύρε την πυρίτιδα», αφού «η ορμή της νεότητάς σας, αυτή που σας έκανε
να γεύεστε το bouquet των ιδεών, σας έχουν εγκαταλείψει προ πολλού;» Ή κρατάτε
το στόμα σας κλειστό και περί άλλα τυρβάζετε, γιατί η «πολιτική ωριμότητα», που
σας διακατέχει, έχει ξυπνήσει μέσα σας το τερατάκι μίας νέας «πεφωτισμένης
δεξιάς», η οποία βάσει της περίφημης πολιτικής ορθότητας διατυμπανίζει την πιο
ακραία αντιδραστική θέση: «κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους αυτή χώρα να γίνει χώρα!»;
Τα άρθρα σας βασίζονται σ’ αυτήν την αντίληψη.
Αγαπητέ ώριμε σοφέ ρεαλιστή επιμελητή εκδόσεων συγγραφέα και αρθρογράφε, δεν
καταλαβαίνετε πως με το να ενδύεστε το φθαρμένο ένδυμα του Σαβοναρόλα και να
μιμείστε τους υστερικούς Αμερικάνους ιεροκήρυκες, σκαρφαλωμένος στον άμβωνα με
τεντωμένο το δάχτυλο νουθετώντας τ’ απολωλότα πρόβατα για αριστερό
παλιμπαιδισμό, στηρίζετε μια πολιτική κατάσταση, που οδηγεί αυτόν
τον τόπο σε πλήρη εξαθλίωση; Δεν καταλαβαίνετε, πως αυτή η στάση
εγείρει ευλόγως, αν όχι υπόνοιες διατεταγμένης αποστολής, εγείρει σκέψεις του
τύπου «γλύφουμε αυτούς μέχρι τώρα μας έκαναν να φαινόμαστε στα μάτια μας
σημαντικοί». Σταματήστε όσο είναι καιρός αυτήν την επωδό που λέει, πως όλο αυτό
που μας συμβαίνει πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τη φαταλιστική αποδοχή του
μονόδρομου («η κατάσταση πλέον είναι μη αναστρέψιμη», είχατε γράψει πριν από
κάποιους μήνες, αν θυμάστε) και να το δούμε «ως αναγκαίο κακό, που μπορεί να
μας βγει και σε καλό, γιατί ούτως ή άλλως χρειαζόταν ένα σοκ η ελληνική κοινωνία!».
Κι αν δε θέλετε να σταματήσετε αυτήν την κατρακύλα, γιατί ίσως να μην
υπάρχει πλέον ίχνος αισχύνης για ό,τι γίνεται σ’ αυτή τη χώρα, ας μας
απαντήσετε όλες εσείς οι Μαρίες Αντουανέτες και οι Αντωνίες Ραφαέλες με τα
παντεσπάνια και τα μπριος τύπου «θα βγει σε καλό, χρειαζόταν ένα σοκ!», με
ποιον είστε; Με το πρόβατο ή με το λιοντάρι; Γιατί αν είστε με το
λιοντάρι, τουλάχιστον μη βελάζετε!
Με τις υγείες σας, κύριε Θεοδωρόπουλε
και αν χρειαστεί θα επανέλθω γιατί έχω κι άλλα να σας πω.
Γιώργος Κιμούλης