Ήταν η προσωποποίηση της ανικανότητας· έμπαινε στην αίθουσα ο “Μπετόβεν” (έτσι λέγαμε το μουσικό) κι η τάξη γινότανε αρένα: βιβλία, καρέκλες, οι φόρμες της γυμναστικής αιωρούνταν στον αέρα. Παρότι έκλεινε πόρτες και παράθυρα ώστε να γίνουν τα ντουβάρια ανάχωμα στη χάβρα, σε λίγο βγαίνανε απ’ τις διπλανές αίθουσες συνάδελφοί του αγανακτισμένοι. Λίγο μετά, κατέφθανε κι ο Διευθυντής αυτοπροσώπως. Εξέλιξη την οποία έτρεμε ο άμοιρος αφού επιβεβαιωνόταν η επαγγελματική του ανεπάρκεια, αλλά ανακουφιζόταν κιόλας (γιατί, πώς αλλιώς; έπρεπε να λειτουργήσει η τάξη). Βλέποντας ο “Μπετόβεν” από μακριά τον από μηχανής θεό, έγραφε στον πίνακα περιχαρής: «Έρχεται ο κ. Διευθυντής!».
Ενώ, όταν αργούσε να φανεί η σωτηρία, μάς φοβέριζε γράφοντας με την κιμωλία: «Θα φωνάξω τον κ. Διευθυντή!». Τόσο ανύπαρκτος. Κι όμως, μέχρι να πάρει σύνταξη ο “Μπετόβεν”, παρέμενε στο πόστο του. Τον θυμήθηκα, γιατί η ίδια αβουλία ακριβώς χαρακτηρίζει πάμπολλους μαέστρους της πολιτικής ζωής που ανέβηκαν στο πόντιουμ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η ίδια ανικανότητα. Το δε μνημόνιο κι η άφιξη της τρόικας, ασχέτως αν με πρωτοβουλία Παπανδρέου ή σε συνεννόηση με τους έξω, αποτελεί την πιο καραμπινάτη ομολογία πολιτικής αναξιότητας: αρχίζοντας από την ανημπόρια τού Καραμανλή και τη μαλθακότητα του Παπανδρέου ως τον λαϊκισμό και την ολιγωρία ολωνών. Η ένταξη τής χώρας σε καθεστώς μνημονιακό ήταν μια παραδοχή τύπου Μπετόβεν : «Δεν μπορώ – κανένας μας δεν έχει κότσια να τα βγάλει πέρα, κι άλλος τρόπος δεν υπάρχει παρά να έρθει κάποιος να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι».
Εξέλιξη που όλοι φυσικά την έτρεμαν γιατί αποκαλυπτόταν η πολιτική ανυπαρξία τους, αλλά τους ανακούφιζε κιόλας γιατί, τι άλλο να ’καναν; έπρεπε να καλέσουνε κλιμάκιο της…Πρόνοιας για να κουμαντάρουνε τη χώρα.Τώρα βέβαια, όλοι βγάζουν την ουρά απέξω, προπάντων κάτι σύγχρονοι Κουτσόγιωργοι με βούλα ακαδημαϊκή– ο Πάκης, λόγου χάρη, που ευτέλισε το νόμο Πεπονή γιατί βόλευε το κόμμα του, ενώ ο Λοβέρδος βόλεψε πρώτα απ’ όλα τη γυναίκα του –, και δεν έχουνε το θάρρος να πούνε καθαρά : “Μόνο μια ηγεσία στιβαρή αλλά δίκαιη, όχι εμείς, θα μπορούσε να επιβάλει καταστάσεις ώστε να συμμαζευτεί το ξεχαρβαλωμένο Κράτος”.
Ποιος από μας πιστεύει άραγε ότι οι θλιβεροί Μπετόβεν –ή Μπερτόδουλοι –της πολιτικής θα τολμούσανε ποτέ να ανοίξουν τα κατάκλειστα επαγγέλματα, να σηκώσουνε φωνή στους ΔΕΗτζήδες, να βγάλουνε στη σέντρα μερικούς σφετεριστές του Δημοσίου; Ισχυρίζεται κανείς ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιχειρούνται (ελπίζω να μην το λένε απλώς για να ρίξουνε στάχτη στα μάτια) παρότι στο γόνατο οι περισσότερες και υπό την απειλή της τρόικας, θα γίνονταν ποτέ, ή με το λάου- λάου; Θλιβεροί ‘Μπετόβεν’ όλοι τους, πλην μερικών που ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Κοντολογίς, το καθεστώς του μνημονίου έπαιξε ρόλο καταλύτη, «ένα φαλαινοθηρικό που καρφώνει καμάκια στη ράχη ενός τέρατος» όπως λέει για κάτι ανάλογο ο Ντε Λιούις-Λίνκολν στην ταινία του Σπίλμπεργκ. Με όλα τα δεινά, την ύφεση, και την οδύνη που έχει φέρει· με τις λανθασμένες τους στρατηγικές κι αυτοί – οι άτεγκτοι. Κι αν η κατάσταση ευοδωθεί και την αντέξουμε, όπως συμβαίνει και με τις απώλειες ενός πολέμου, κάτι θα βγει μέσα απ’ τις εθνικές μας συμφορές και τις προσωπικές στερήσεις.
Εκείνο που φοβάμαι είναι μήπως παραμείνουν στην πολιτική σκηνή τα ίδια πρόσωπα. Όταν περάσει η μπόρα και ο κοπετός, έχω το φόβο μην τυχόν δεν πάρουν πόδι οι ανίκανοι “Μπετόβεν” και τους δεις να ανεβαίνουνε ξανά στο πόντιουμ. Τέτοιο κακό, ας μη μας μέλλεται.