Δημήτρης Αργυρός
Η Μεγάλη Βδομάδα είναι η συμβολική ή και η οντολογική πορεία από την αναγκαιότητα στην ελευθερία, από τον θάνατο στην Ανάσταση.
Φέτος έλαχε να ξαναβρεθώ σε ένα σχετικά οικείο τόπο, σε ενα νοσοκομείο (δεν αφορά την αφεντιά μου αλλά την μητέρα μου).
Έτσι – με ένα έμμεσο, αλλά ίσως και άμεσο τρόπο -βιώνω την δική μου μεγάλη βδομάδα που ευελπιστώ να έχει το ίδιο αίσιο τέλος με το βήμα από το “Ωσαννά”, στο “Γοργοθά” και στην Ανάσταση του Ιησού.
Ένα νοσοκομείο είναι μεγάλο υπαρξιακό σχολείο. Εντός αυτού του χώρου δεν αισθάνεσαι και κατανοείς μόνο την εξουσία της φθοράς, τα όρια του σώματος και τη δύναμη της ψυχής.
Αισθάνεσαι και κατανοείς και το ακριβώς αντίθετο: Τη δύναμη του σώματος, ακόμη και του πάσχοντος σώματος , καθώς και την αδυναμία της ψυχής να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της αδυσώπητης φθοράς.
Είναι το πάσχον σώμα που επιθυμεί και αγωνίζεται να κατακτήσει την αθανασία, προσφέροντας δύναμη στο φοβισμένο, λιπόψυχο πνεύμα.
Στην πορεία από τον “Ωσαννά” ενός θελκτικού, ερωτικού σώματος, στο “Γολγοθά” της φθοράς και της αρρώστιας, στην Ανάστασή του (συμβολική και ουσιαστική), πνεύμα / ψυχή και σώμα κινούνται μαζί, ως δύο ασύμμετρες δυνάμεις της ίδιας ποιότητας / ολότητας. Ενώ ως ασύμμετρες δυνάμεις δημιουργούν μια δυναμική σχέση ενότητας και αντίθεσης.
Με βάση αυτή την τοποθέτηση, το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής και ο θάνατος η απελευθέρωσή της.
Ούτε όμως και το αντίθετο: Δηλαδή, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σκεπτόμενο βιολογικά υλικό σώμα, δίχως πνεύμα και ψυχή που τελειώνει την πορεία του με την κυριαρχία της υπέρτατης αναγκαιότητας την οποία παράγει η φθορά του σώματος. Ένα ταξίδι από τις ανάγκες, στον έρωτα, στο άπειρο των επιθυμιών, στο πεπερασμένο του σώματος και της ύπαρξης, ένα ταξίδι από το “είναι” στο “μηδέν”.
Από μια άποψη αυτό που υφίσταται είναι η ροή της ζωής, η οποία αγωνιά, ελπίζει, νοηματοδοτεί και το αντίθετο αποδομεί κάθε νόημα.
Η ζωή που αντιμετωπίζει την αρρώστια, τη φθορά, το πέρας όχι ως όριο αλλά ως μια πρόκληση για ένα ποιοτικό άλμα προς την Ανάσταση, την σωτηρία και την αθανασία.
Εντός αυτού του πλαισίου ο θάνατος είναι και δεν είναι το τέλος, η ανάσταση του σώματος και της πνεύματος /ψυχής είναι μεν δυνατή αλλά ταυτόχρονα διαλεκτικά αβέβαιη.
Πρόκειται για μια διαδικασία πέραν των γλωσσικών και άλλων ορίων μας, για μια διαδικασία που κατακτιέται, αν τελικά κατακτηθεί, μόνο με την αγάπη και τη χαρά.
Δύο επιπλέον ζητήματα : Στο πρώτο δεν αναφέρομαι σε μια διαδικασία που προσιδιάζει σε μια προτεσταντική θέαση και θέωση, στη μια ή την άλλη, τοποθέτηση της η οποία έχει ένα ατομικοκεντρικό χαρακτήρα.
Η ενότητα του πνεύματος/ψυχής και σώματος συγκροτεί από μόνη της μια δυναμική συλλογικότητα, η οποία εκκινεί από το συνειδητοποιημένο ατομικό και καταλήγει στο διευρυμένο συλλογικό / κοινοτικό σε μια πλανητική κατεύθυνση.
Στο δεύτερο: Η παραπάνω τοποθέτηση είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκεται σε μια μεταφυσική προοπτική, άκρως απαγορευτική για υλιστές όλων των κατηγοριών και για ιδεαλιστές που κινούνται σε μια θετικιστική κατεύθυνση.
Κατά συνέπεια δεν ισχύει κανενός είδους αντιδικία και αντιπαράθεση μαζί τους. Αυτό στο οποίο αναφέρομαι εμπεριέχεται σε εντελώς ξένες «μορφές ζωής» σε σχέση με τους θετικιστές και τους ούλτρα δογματικούς υλιστές.