Δημήτρης Αργυρός
Στο κέντρο του παρακάτω κειμένου θα βρεθεί ο Μεσοπόλεμος στην Ελλάδα, περίοδος στην οποία η διαπάλη των ιδεών καθόρισε σε ένα βαθμό τις εξελίξεις μέχρι το τέλος του μοντέρνου κόσμου και την αρχή του μεταμοντέρνου, δηλαδή, κάπου στις αρχές του 1990.
“ Η Γενιά του 30”
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή”, το τέλος της μεγάλης ιδέας, δημιούργησαν ένα τεράστιο κενό ιδεολογικής και καλλιτεχνικής έκφρασης, εκδήλωση της ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης εκπροσώπησης, η οποία θα έβγαζε στην επιφάνεια μια πολιτική και ταξική πόλωση μεταξύ της άκρας δεξιάς/ φασισμού / ναζισμού με τον κομμουνισμό της ΕΣΣΔ, που τελικά θα οδηγήσει στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και στην συνέχεια με άλλη μορφή θα οδηγήσει στο ψυχρό πόλεμο.
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου το εν λόγω κενό κάλυψε σε ένα βαθμό η λεγόμενη “γενιά του 30” που είχε τεράστια επιδραστικότητα μέχρι και την Μεταπολίτευση και έδωσε στην Ελλάδα δύο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η μεγάλη επιδραστικότητα της “γενιάς του 30” βασίζεται στο γεγονός πως κατάφερε να συνδυάσει τις νέες καλλιτεχνικές πρωτοπορίες όπως π.χ. τον σουρεαλισμό με τα βαθιά ελληνικά λαϊκά χαρακτηριστικά αλλά και το Ελληνικό φυσικό περιβάλλον.
Έτσι με ένα ευφάνταστο τρόπο κατάφεραν να συγκεράσουν τον μοντερνισμό με την παράδοση, την εντοπιότητα με την παγκοσμιότητα, το εθνικό με τον κοσμοπολιτισμό. Στην “γενιά του 30” ανήκαν οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καββαδίας και ο Νίκος Γκάτσος. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε αυτό το ποιητικό δυναμικό που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κ.τ.λ. και καθόλου τυχαία ακόμη συγκινούν, παρά την αλλαγή των συνθηκών. Επίσης ανήκαν πεζογράφοι όπως ο Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβήλης, Γιώργος Θεοτοκάς, ο Μ. Καραγάτσης (Δημήτριος Ροδόπουλος) κτλ, οι οποίοι αποτέλεσαν τους πλέον διεισδυτικούς αναλυτές των κοινωνικών, ταξικών και ψυχολογικών πεπραγμένων.
Η “γενιά του 30” έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παραγωγή μιας νέας εθνικής ιδεολογίας, στην παραγωγή των κυρίαρχων συστημικών διανοούμενων αλλά και των οργανικών διανοούμενων της αριστεράς. Κατά συνέπεια το πνεύμα της θα το συναντήσουμε τόσο στο δεξιό, όσο και στο αριστερό στρατόπεδο. Η αλήθεια είναι όμως πως άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση στο να αποκτήσει πιο εθνικά χαρακτηριστικά η αριστερή ιδεολογία, μετασχηματιζόμενη από διεθνιστική σε εθνικοδημοκρατική, με αποτέλεσμα την εποποιία του ΕΑΜ.
Το ρεύμα των φωτισμένων αστών
Στην ίδια ιστορική περίοδο εμφανίστηκε μια γενιά Ελλήνων φιλοσόφων προερχόμενη από την συντηρητική παράταξη η οποία ζήλεψε το Πλατωνικό πνεύμα των Φιλοσόφων- βασιλιάδων. Η εν λόγω πολιτικο/φιλοσοφική γενιά κινήθηκε γύρω από το φιλοσοφικό περιοδικό «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Αναφέρομαι στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Μιχαήλ Τσαμαδό, που βρέθηκαν στην ομάδα του Έλληνα φιλοσόφου Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου. Μια φιλοσοφική και πολιτική γενιά που επιχείρησε να συνδυάσει την ελληνική φιλοσοφική παράδοση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με την γερμανική ιδεαλιστική παράδοση του Καντ.
Η αξία αυτών των διανοούμενων βρίσκεται στο ζήτημα της παραγωγής μιας κυρίαρχης ιδεολογίας με βάση τον κλασικό φιλελευθερισμό σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία της περιόδου του 1930, καθώς και την κεϊνσιανική οικονομική παράδοση. Ένας οικονομικός και πολιτικός συνδυασμός που θα είναι και η ιδεολογική μήτρα της ιδεολογίας του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός δεν έχει καμία σχέση με τον νεοφιλελευθερισμό της οικογένειας Μητσοτάκη, παλαιού και νέου, από μια άποψη βρίσκεται στο ακριβώς αντίθετη γωνία.
Η εν λόγω φωτισμένη δεξιά του Π. Κανελόπουλου, του Κ. Τσάτσου κ.τ.λ. δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο δίχως την στήριξη της Αμερικανοκρατίας, της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης που βγήκε από τους συνεργάτες των κατακτητών, τον επίσης λούμπεν ακροδεξιό συρφετό που τρομοκρατούσε τον λαό του ΕΑΜ.
Ένας κακός νοούμενος Πλατωνικός αριστοκρατισμός αντικατοπτρίζεται στην δήλωση του Π. Κανελλόπουλου για το κολαστήριο της Μακρόνησου ως ο “νέος Παρθενώνας”. Δήλωση που παραπέμπει μάλλον σε ένα από τους “τριάκοντα τυράννους”, παρά σε φωτισμένο φιλόσοφο. Εξίσου με βάση την Πλατωνική θεώρηση η Μακρόνησος αλλά και ολάκερη η μεταπολεμική Ελλάδα ήταν το “σπήλαιο” του Πλάτωνα η οποία απαγόρευε την σοφία, την γνώση και την ελευθερία στην συντριπτική πλειοψηφία.
Από την άλλη πλευρά δίχως την εν λόγω φωτισμένη δεξιά δεν θα έστεκε η Αμερικανοκρατία και ο ακροδεξιός οχετός. Η εν λόγω φωτισμένη ιδεαλιστική παράδοση ήταν που έδωσε στρατηγικό βάθος και φιλοσοφική καθολική επάρκεια στο μεταπολεμικό πολιτικό κατεστημένο.
Αρχειομαρξιστές και ΚΚΕ
Στο μεσοπόλεμο υπήρξε μια ιδεολογική, πολιτική και σε κάποιες περιπτώσεις σκληρή ένοπλη ενδοαριστερή σύγκρουση ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο αρχειομαρξιστικό κίνημα.
Μια σύγκρουση που αντανακλούσε την παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ της σταλινικής και τροτσκιστικής και ευρύτερα αντισταλινικής αριστεράς. Αλλά ταυτόχρονα και την σύγκρουση μεταξύ ενός ρομαντικού αντικαπιταλισμού, στην βάση ενός ηθικού ή και ηθικίστικου σοσιαλισμού με το εθνικό/ προλεταριακό εκσυγχρονιστικό πνεύμα, όπως αυτός εκφράζονταν από το μπολσεβικισμό του ΚΚΕ υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη.
Ο αρχειομαρξισμός ήταν ένα μαζικό κίνημα της ελληνικής άκρας αριστεράς με αντισταλινική και τροτσκιστική κατεύθυνση στο μεσοπόλεμο. Ως κίνημα διαμορφώθηκε την δεκαετία του 1920 μέσα και έξω από το ΣΕΚΕ/ ΚΚΕ. Η ονομασία οφείλεται στο περιοδικό “αρχείο του μαρξισμού” που εξέδιδε ο πρώτος ηγέτης του Φραγκίσκος Τζουλάτι.
Οι αρχειομαρξιστές έδιναν μεγάλη έμφαση στην μόρφωση των εργατικών στρωμάτων, γιατί μόνο ένα μορφωμένο προλεταριάτο μπορούσε να κάνει μια νικηφόρα επανάσταση. Για αυτό το λόγο έκαναν αντιμαθήματα, θεατρικές παραστάσεις και εκδρομές, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μιας εργατικής κοινότητας/ αντιεξουσίας.
Ως κίνημα είχαν μεγάλη επιρροή στα τμήματα της εργατικής τάξης που εργάζονταν στις συντεχνίες, μεταφέροντας σε μεγάλο βαθμό την ηθική ή τον ηθικισμό τους ως πρότυπο σοσιαλιστικής ηθικής. Μιας ηθικής οποία έτεινε στην εξέγερση απέναντι στην αστική ηθική, μόνο που σε αντίθεση με την υποκουλτούρα του ρεμπέτη και του λούμπεν, οι αρχειομαρξιστές ήταν κοινωνικοί αγωνιστές και όχι παραβατικοί που ζούσαν στο περιθώριο. Στην βάση αυτής της ηθικής ανέπτυξαν ένα εργατικό φεμινισμό στο πλαίσιο ενός νέου πολιτικού ανθρωπισμού ο οποίος απέρριπτε τόσο το πρότυπο γυναίκα- “πόρνη”, όσο και το πρότυπο γυναίκα- “ νοικοκυρά”. Οι αρχειομαρξιστές ήταν αυτή η δύναμη που μαζικοποίησε και ριζοσπαστικοποίησε το κίνημα των αναπήρων θυμάτων Πολέμου αλλά και ευρύτερα το αναπηρικό κίνημα εκείνη την εποχή, κατακτώντας νίκες για τους ανάπηρους, όπως την άδεια περιπτέρου για τους ανάπηρους πολέμου.
Ο αρχειομαρξισμός συνδέθηκε με τον τροτσκισμό και αποτέλεσε την επίσημη φωνή του, αν και ουδέποτε μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε καθαρό τροτσκισμό. Η εν λόγω αδυναμία ήταν και η αιτία της μαζικοποιήσης του αλλά και η τραγική αδυναμία του που τον οδήγησε εν τέλει στην σοσιαλδημοκρατία και στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο.
Ο αρχειομαρξισμός δεν έχασε τελικά γιατί συντάχθηκε με τους ηττημένους τροτσκιστές, σε σχέση με τον πατέρα των λαών Στάλιν.Έχασε, γιατί η εργατική του παρέμβαση για να αποκτήσει πιο καθολικά χαρακτηριστικά έμεινε στην υποστήριξη των εργατικών στρωμάτων των συντεχνιών, των εργατικών στρωμάτων που ανήκαν σε ένα κόσμο που έφευγε, σε αυτόν της μερικής υπαγωγής στο κεφάλαιο. Δεν κατάφεραν να εκφράσουν το βιομηχανικό προλεταριάτο, όπως έκανε το ΚΚΕ σε μια εθνικομπολσεβική ενότητα. Η εν λόγω αδυναμία των αρχειομαρξιστών τους έφερε κοντά σε αντιλήψεις που είχε η αντιβενιζελική παράταξη την στιγμή που το ΚΚΕ εκφράζει εκσυχρονιστικές εκδοχές του αριστερού βενιζελισμού.
Εν κατακλείδι:
Στο παραπάνω κείμενο αναφέρθηκα σε τρία σημεία μιας ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης που με άλλες “φόρμες” τις βρίσκουμε μέχρι τις αρχές του 1990. Ενώ σήμερα δυστυχώς στο βαθμό που υπάρχουν μάλλον συνιστούν βαρίδια ενός παρελθόντος που τελείωσε.Ίσως να πρέπει να διδαχτούμε από το εκσυγχρονιστικό πνεύμα του ΚΚΕ την δεκαετία του 1930 και να συναντηθούμε με ότι πιο πρωτοποριακό υπάρχει, δίχως να χάσουμε την σοσιαλιστική ψυχή μας, κρατώντας την αριστερή ηθική μας, όπως έπρατταν οι αρχειομαρξιστές.