Μπορεί το Πάσχα να είναι η μεγάλη γιορτή των Ελλήνων ιδιαίτερα στην ύπαιθρο αλλά για μένα η ημέρα αυτή δεν ήταν ποτέ και η καλύτερη, αφού η εικόνα του οβελία μου προκαλούσε και μου προκαλεί πάντοτε αισθήματα αποτροπιασμού, καθώς μου θύμιζε το πρώτο και μεγάλο παιδικό μου τραύμα, που ποτέ δεν μπόρεσα να επουλώσω.
Γεννήθηκα και πέρασα την πρώτη δεκαετία της ζωής μου στην Βάξια, εκεί που η ζωή για αιώνες κυλούσε αργά και απαράλλακτα.
Σε μια κοινωνία αγροτική, που ο χρόνος σημαδεύονταν από την Ανατολή και τη Δύση του ηλίου ήταν φυσικό οι πρώτοι φίλοι μου να είναι τα ζώα και πιο πολύ τα τρυφερά κατσικάκια με τα οποία έκτιζα βαθιούς συναισθηματικούς δεσμούς.
Ένα όμως από αυτά τα κατσικάκια έμελλε να σφραγίσει την παιδική ζωή μου, αφήνοντας αγιάτρευτα μετατραυματικά σημάδια.
Θα ήταν Φλεβάρης του 1960, όταν η Τραγούσιω μας, κατσίκα με τεράστια προσφορά στην οικιακή οικονομία μας, έφερε στη ζωή όψιμα ένα πανέμορφο κατσικάκι!
Πολύχρωμο με κυριαρχία του μαύρου με δυο ωραία “σκουλαρικάκια”, παιχνιδιάρικο, πανέξυπνο και τσαχπίνικο με μια ακόμη ιδιαιτερότητα!
Αντί των συνηθισμένων όρχεων που έχουν τα κατσικάκια της ηλικίας του, αυτό ήταν προικισμένο με δυο μεγαλύτερα σε όγκο που κουνιούνταν παιχνιδιάρικα και δεν τα άφηνα σε ησυχία, καθώς κυλιόμασταν στο χορτάρι, παίζοντας για ώρες, μέχρι που εξαντλημένοι πέφταμε για ύπνο, γυρνώντας στο σπίτι.
Στην νηπιακή μου ηλικία, ίσως επειδή οι όρχεις του κατσικιού μου θύμιζαν το καντάρι που ζύγιζε ο παππούς μου, με οδήγησαν να δώσω στο κατσικάκι μου το όνομα, Κανταρέλης…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Αυτός, λοιπόν, ο Κανταρέλης ήταν ο καθημερινός μου σύντροφος σε κάθε δραστηριότητα μου.
Μαζί ξυπνούσαμε, μαζί κοιμόμαστε, μαζί τρώγαμε, μαζί παίζαμε, μαζί ανεβαίναμε στα δέντρα!
Ο κώδικας επικοινωνίας μας ήταν εκπληκτικός σε τέτοιο βαθμό που, αν κάποιος παρατηρητής θα έλεγε ότι ο μικρός Κανταρέλης είχε γίνει μικρό αγόρι και το μικρό αγόρι κατσικάκι, δεν θα έκανε και μεγάλο λάθος…
Εκεί όμως που ξεπερνούσαμε κάθε όριο ήταν όταν για ώρες χανόμαστε στο δάσος των άγριων λεπτοκαρυών, ψάχνοντας άγριες φράουλες και η αναζήτηση από την οικογένεια μου γινόταν πραγματικό θρίλερ, αφού παίρναμε και κανέναν υπνάκο και δεν ακούγαμε τις φωνές απελπισίας.
Έτσι, λοιπόν, κυλούσε η ζωή ειδυλλιακά τους ανοιξιάτικους μήνες του 60 και πλησιάζοντας το Πάσχα, που έπεφτε αρχές του Μάη όλα φαίνονταν αισιόδοξα.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Μια κρούση που μου έγινε από τον πατέρα μου ένα μήνα πριν το Πάσχα για πώληση του Κανταρέλη στον ζωέμπορο, που αγόραζε κατσίκια για να σφαγούν το Πάσχα, αντιμετωπίστηκε με τσιρίδες που ακούστηκαν ως την Κράψη!
Αρκούσε όμως αυτό το γεγονός για να ανεβάσει την καχυποψία μου, αφού γνώριζα την τύχη των προηγούμενων κατσικιών μου και να αυξήσει την ετοιμότητά μου, μαζί με τα σχέδια διαφυγής όταν θα έρχονταν ο δεύτερος γύρος αγοράς και σφαγής των εριφίων.
Θα ήταν Μεγάλη Τετάρτη, όταν ένα πρωί στο μαχαλά μας ακούστηκε στριγκιά η σφυρίχτρα του ζωέμπορου.
Ακαριαία αντέδρασα και παίρνοντας τον Κανταρέλη χαθήκαμε στο δάσος.
Εις μάτην οι αναζητήσεις των δικών μου, αφού σε μια πυκνή πατουλιά λεπτοκαρυών είχαμε λουφάξει για να αποφύγουμε το μοιραίο.
Οι ώρες περνούσαν και με την επιστράτευση του σκύλου μας του Νταβέλη έφτασαν οι διώκτες στα ίχνη μας!
Άσβεστη παραμένει η στιγμή του αποχωρισμού από τον αγαπημένο φίλο μου και η απόγνωση και των δύο.
Ήταν το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο στην ζωή μου και ένα βαθύτατο ψυχολογικό τραύμα που δεν ξεπέρασα ποτέ.
Και ακόμη το μίσος προς τους ζωέμπορους και τους χασάπηδες που καμιά εκλογίκευση της ώριμης ηλικίας δεν μπόρεσε να το εξαλείψει…
Έκτοτε και όσα χρόνια και αν πέρασαν, τρέφω μια απέραντη τρυφερότητα προς τα τετράποδα αυτά και φέτος που λόγω κορωνοϊού χιλιάδες κατσικάκια δεν θα έχουν την τύχη του Κανταρέλη, καθώς αναπολώ το παρελθόν, μου περνά από το μυαλό, πως όλα αυτά ίσως είναι η εκδίκηση του φίλου μου, που έπεσε θύμα στην τρυφερή του ηλικία ενός βάρβαρου εθίμου…
Κ.Σ