Α’ Μέρος
Ο Απρίλης του σωτηρίου έτους 1987 έφτανε στο τέλος του, όταν ο Κώστας Ελευθερίου, παιδίατρος στο επάγγελμα και πιστός χριστιανός αποφάσισε ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να επισκεφτεί το Άγιο Όρος.
Ο αδελφός της μητέρας του ήταν αρχιμανδρίτης και από αυτόν ο παιδίατρος είχε κληρονομήσει το πνεύμα της χρηστοήθειας και της βαθιάς πίστης στο Θεό.
– Μια εβδομάδα στο Όρος θα ήταν ό,τι έπρεπε, τώρα που τέλειωσαν οι γιορτές του Πάσχα,είπε στον φίλο του, Νικήτα Καραστεφάνου, κλασικό φιλόλογο και οικογενειακό του φίλο. Πήρα κάθε πληροφορία που μας χρειάζεται και αν έχεις διάθεση φεύγουμε ακόμη και αύριο. Μου είπαν ότι αυτή είναι η πιο κατάλληλη εποχή για επίσκεψη, αφού μετά το Πάσχα λίγοι είναι οι επισκέπτες στο περιβόλι της Παναγίας.
Ο Νικήτας Καραστεφάνου τον κοίταξε διερευνητικά, προσπαθώντας να διαπιστώσει, αν αυτή η πρόταση ήταν ένα από τα συνήθη ξεσπάσματα φυγής που είχε από καιρό σε καιρό ο παιδίατρος ή αν σοβαρολογούσε.
Ο Ελευθερίου καταλαβαίνοντας από το ύφος που είχε ο φίλος του ότι δεν τον έπαιρνε πολύ στα σοβαρά, αφού δεκάδες φορές είχε σχεδιάσει ανάλογα ταξίδια και την τελευταία στιγμή τα ακύρωνε, γιατί πάντα κάτι του τύχαινε, τον πιάνει από το χέρι και τον διαβεβαιώνει ότι τώρα η πρόταση είναι σοβαρή και όλα εξαρτώνταν από τη θέλησή του.
Έτσι το επόμενο πρωί, Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά κόρναρε κάτω από το σπίτι του Νικήτα Καραστεφάνου για να κατεβεί με τις αποσκευές του για να αρχίσει η επί του Όρους πορεία.
Το ταξίδι από τα Γιάννενα στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Ουρανούπολη δεν ήταν εύκολη υπόθεση με τον χειρότερο δρόμο της Ευρώπης, που ήταν η διαδρομή Γιάννενα- Θεσσαλονίκη, αφού ακόμη δεν υπήρχε η Εγνατία Οδός και πολλές φορές λόγω της Κατάρας διαρκούσε και 8 με 9 ώρες!
Ο Καραστεφάνου ήταν έτοιμος και κατέβηκε από το σπίτι του για να ξεκινήσουν, γεμάτος με ανάμεικτα αισθήματα αλλά το τεράστιο χαμόγελο του γιατρού του διέλυσε κάθε δισταγμό.
– Μεγάλε, ξεκινάμε και όποτε φτάσουμε! Δεν μας βιάζει κανένας, θα πάμε με το πάσο μας, τα έχω όλα κανονισμένα! Είπε ο Ελευθερίου, βάζοντας τη ζώνη του και ανάβοντας τη μηχανή του αυτοκινήτου του, που ήταν ένα Φορντ, πραγματικό σκυλί.
*************************************************************************
Πράγματι το ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη έσπασε κάθε ρεκόρ, αφού χρειάστηκαν 12 ώρες να φτάσουν, μιας και η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο γιατρός συναγωνίζονταν αυτή των κάρων, οι στάσεις πολλές και η διάθεση για συζήτηση μεγάλη.
Στην πραγματικότητα ο γιατρός μιλούσε και ο φιλόλογος τον άκουγε και αυτό έκανε ευτυχισμένο το γιατρό, που είχε έναν τόσο καλό συνομιλητή.
Σουρούπωνε, όταν οι δυο φίλοι έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και αποφασίστηκε να διανυκτερεύσουν εκεί και να ξεκινήσουν για την Ουρανούπολη το άλλο πρωί, πριν ξημερώσει για να προλάβουν το μικρό καράβι που μετέφερε στο Όρος, μοναχούς, επισκέπτες και προϊόντα.
‘Ολα πήγαν όπως είχαν σχεδιαστεί και την επόμενη ημέρα, που ήταν Τρίτη αφού πήραν τα διαμονητήρια στις 9.00 το καράβι ξεκινούσε από την Ουρανούπολη για τη Δάφνη.
Οι επιβάτες ήταν λίγοι, περισσότεροι ήταν οι μοναχοί και ζήτημα ήταν αν υπήρχαν 4 με 5 λαϊκοί εκτός από τους δυο φίλους.
Το ταξίδι με το καράβι διάρκεσε περίπου 2 ώρες και από τη Δάφνη στις Καρυές μια ώρα, αφού ο δρόμος ήταν πανάθλιος και το μικρό λεωφορείο θύμιζε αυτά που χρησιμοποιούσαν στις άγονες γραμμές στα χωριά της Ηπείρου τη δεκαετία του 60 και αγκομαχώντας έφτασε γύρω στις 12 στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους.
*********************************************************************************
Οι Καρυές ήταν ένα μικρό χωριό, με τα δεκαεννέα Κονάκια, όπως ονομάζονταν τα κτήρια όπου έμεναν οι αντιπρόσωποι των 19 μονών από τις 20 που υπάρχουν στο Όρος.
Κεντρικός ναός των Καρυών είναι ο Ιερός Ναός του Πρωτάτου, που τιμάται στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Δίπλα στον Ναό του Πρωτάτου, δεσπόζει ο Πύργος, αλλά και η Αθωνιάδα Σχολή, η Διοίκηση του Αγίου Όρους και οι διάφορες αρχές και υπηρεσίες, όπως τα κτίρια της Αστυνομίας, του ιατρείου, του ταχυδρομείου, ο φούρνος, τα καταστήματα με τα εκκλησιαστικά είδη.
Αφού οι δυο φίλοι θαύμασαν το τοπίο κατευθύνθηκαν στο ναό του Πρωτάτου, όπου βρίσκεται και η εικόνα της Παναγίας, το Άξιον Εστίν.
Ο ναός ήταν εκπληκτικός με τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου και η τύχη βοήθησε τους δυο φίλους, γιατί την ώρα που ήταν στο ναό κατέφθασε ο αποχωρών από την Ελλάδα, Σοβιετικός ακόμη, πρέσβυς Καμπότσκιν, συνοδευόμενος από τον εφοπλιστή Ποταμιάνο και άλλους διπλωμάτες και είχαν την ευκαιρία προστιθέμενοι σε αυτούς να τύχουν μια θαυμάσιας ξενάγησης από τους μοναχούς του Πρωτάτου, αφού κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, όπως περιπαικτικά ψιθύριζε στο αυτί του γιατρού ο φιλόλογος, καθώς διαρκούσε η ξενάγηση.
Όταν τέλειωσε η ξενάγηση και ο γιατρός συστήθηκε στον Ποταμιάνο, μιας και οι δυο ήταν φίλοι του Υπουργού Εξωτερικών Παπούλια, τους φίλους του οποίου είχε ξεναγήσει ο Ποταμιάνος σε μια κρουαζιέρα στο Αιγαίο, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.
**********************************************************************************
Ο πρώτος προορισμός ήταν η μονή Σταυρονικήτα και οι δυο φίλοι αφού πληροφορήθηκαν ότι απέχει μια ώρα με τα πόδια και ήταν και κατήφορος ξεκίνησαν την πεζοπορία.
Το τοπίο ήταν εντυπωσιακό και η άνοιξη οργίαζε με τις μυρουδιές της και τα χρώματα.
Και ενώ κατέβαιναν απορροφημένοι από το μεγαλείο της φύσης σε μια στροφή του κατηφορικού δρόμου παρουσιάζεται θέαμα απροσδόκητο. ‘Ενας ρακένδυτος άνδρας καθόταν στη μέση του δρόμου και σε κατάσταση έκστασης χτυπιόνταν με τα χέρια του, κοιτάζοντας τον ουρανό και βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Το θέαμα θύμιζε τις μαινάδες του Διόνυσου αλλά μέσα στο άγριο τοπίο οι δυο φίλοι ανησύχησαν και ο φιλόλογος έπιασε ένα σουγιά που είχε στο σακβουαγιάζ για κάθε ενδεχόμενο.
Ακροποδητί και με μια φανερή ανησυχία πέρασαν δίπλα από τον παράξενο προσκυνητή που δεν αντιλήφτηκε την παρουσία τους, αφού βρισκόταν στον δικό του κόσμο.
Όταν οι δυο φίλοι απομακρύνθηκαν αρκετά η μουρμούρα του φιλόλογου προς το γιατρό δεν έλεγε να σταματήσει, καθώς εκτός από το προηγούμενο θέαμα του υπενθύμισε και τις ύποπτες φιγούρες που κυκλοφορούσαν στην πλατεία και τα σοκάκια των Καρυών…
Χωρίς κανένα άλλο απρόοπτο η παρέα έφτασε στο Μοναστήρι που ήταν κτισμένο πάνω σε ένα τεράστιο βράχο με το Αιγαίο να χάσκει από κάτω του, προκαλώντας ίλιγγο και δέος σε όποιον κοιτούσε κάτω.
Η μονή Σταυρονικήτα ήταν το 1987, όταν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ήταν υπό κατάρρευση με λίγους μοναχούς και ως επί το πλείστον γερασμένους, το πιο οργανωμένο κοινόβιο.
Η υποδοχή που έτυχαν οι δυο φίλοι ήταν καλή και αφού τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιο του ξενώνα περιηγήθηκαν τους χώρους του μοναστηριού.
Η συνάντηση με ένα γέροντα μοναχό γύρω στα ενενήντα χρόνια ήταν εντυπωσιακή, αφού έμαθαν ότι καταγόταν από την Κρήτη και είχε έλθει εκεί από το 1934, χωρίς να έχει βγει ποτέ από το Όρος.
Μετά τις έξι το μοναστήρι έκλεισε τις πόρτες του και οι μοναχοί μαζεύτηκαν για τον δείπνο με την ατμόσφαιρα πάντως να είναι υποβλητική καθώς ένας μοναχός έψαλλε, ενώ οι υπόλοιποι έτρωγαν μαζί με τον ηγούμενο.
Το δείπνο είχε ψάρι, χόρτα και κρασί και το εντυπωσιακό ήταν πως μόλις ο ηγούμενος σταμάτησε να τρώει όλοι άφησαν κάτω τα πιρούνια και τα μαχαίρια και με στρατιωτική ακρίβεια σηκώθηκαν όρθιοι.
Ακολούθησε το απόδειπνο, μια προσευχή ευχαριστία στο Θεό για την ημέρα που πέρασε και ικεσία για την προστασία του πιστού τη νύχτα που έρχεται και όλοι οι μοναχοί εξαφανίστηκαν με τους δυο φίλους να ανεβαίνουν κατάκοποι στον ξενώνα τους.
Σε λίγο με ένα διακριτικό κτύπημα ένας μοναχός τους πληροφόρησε ότι η λειτουργία αρχίζει τα μεσάνυχτα- στο Άγιο Όρος υπάρχει το Βυζαντινό ωράριο- και ότι μπορούσαν να την παρακολουθήσουν αλλά λόγω της κούρασης θα χτυπούσαν την πόρτα κατά τις δύο τη νύχτα για να ξεκουραστούνε λίγο.
Οι δυο φίλοι ευχαρίστησαν τον ευγενικό μοναχό και υποσχέθηκαν να είναι συνεπείς στο ραντεβού.
Μόνο που ο φιλόλογος είχε άλλα σχέδια στο μυαλό του και όταν ο γιατρός του ζήτησε να τον ξυπνήσει, γιατί ο ίδιος κοιμούνταν βαθιά, ο φιλόλογος τον καθησύχασε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Σε λίγο στο δωμάτιο ακούγονταν το ροχαλητό του γιατρού, ενώ ο φιλόλογος στριφογυρνούσε εκνευρισμένος.
Κατά τις δύο ήλθε ο μοναχός και άρχισε να κτυπά την πόρτα. Κτυπούσε και ξαναχτυπούσε αλλά απόκριση καμιά!
Ο γιατρός κουρασμένος κοιμούνταν του καλού καιρού και ο φιλόλογος που ξυπνούσε με το παραμικρό έκανε την πάπια.
Είχε ο αθεόφοβος αποφασίσει ότι η πρώτη μέρα δηλ. νύχτα στο Όρος δεν σήκωνε δεύτερη λειτουργία και ότι ο Απόδειπνος ήταν αρκετός για τη σωτηρία της ψυχής.
Όταν ήλθε το πρώτο φως της ημέρας ο γιατρός πετάχτηκε όρθιος και ρωτούσε τι συνέβη και δεν σηκώθηκαν για την θεία λειτουργία, χωρίς όμως να παίρνει σαφή απάντηση από το φιλόλογο, που όμως του επεσήμανε ότι μετά τη βραδινή τους απρέπεια έπρεπε σε λίγο να φύγουν από το μοναστήρι
*************************************************************************************
Ενώ στο μοναστήρι πρωί- πρωί δεν υπήρχε ψυχή γιατί οι μοναχοί είχαν αποσυρθεί καθόσον με το Βυζαντινό ωράριο ήταν μεσημέρι, οι δυο φίλοι παίρνοντας ένα υπέροχο μονοπάτι κοντά στη θάλασσα ξεκίνησαν για τη μονή Ιβήρων.
Ύστερα από μια ώρα έφτασαν στο μοναστήρι, ένα μεγάλο συγκρότημα, που θύμιζε πολιτεία.
Η ώρα ήταν τέτοια που δύσκολα έβρισκες μοναχό καθώς αυτοί είχαν αποτραβηχτεί για ξεκούραση και προσευχή.
Τελικά κάποια ώρα φάνηκε ένας μοναχός που τους οδήγησε στον ηγούμενο, που μαθαίνοντας και την ιδιότητα των δυο φίλων ενθουσιάστηκε πολύ και αφού τους κέρασε λουκούμι άρχισε να τους ξεναγεί στο μοναστήρι, αρχίζοντας από την βιβλιοθήκη.
– Κλασικός φιλόγογος, κύριε Καραστεφάνου, θα ήταν ντροπή να μη δείτε την εκπληκτική βιβλιοθήκη μας, είπε ο ηγούμενος που όμως κινδυνεύει από την υγρασία. Σημειωτέον ότι δεν είχε αρχίσει να υλοποιείται το πρόγραμμα αποκατάστασης των μονών με ευρωπαϊκά κονδύλια.
Και πράγματι η βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων προκάλεσε το θαυμασμό στον φιλόλογο Νικήτα Καραστεφάνου.
. Περιείχε όπως είπε ο ηγούμενος περισσότερα από είκοσι χιλιάδες έντυπα, από τα
οποία 33 ήταν αρχέτυπα και 11000 παλαίτυπα βιβλία .Επίσης περισσότερα από 2300 χειρόγραφους κώδικες καθώς και 14 λειτουργικά
ειλητάρια. Από τους κώδικες διακόσιοι είκοσι τρεις, στην ελληνική και
γεωργιανή γλώσσα ήταν περγαμηνοί. Οι υπόλοιποι ήταν βομβύκινοι και
χάρτινοι, 68 ελληνικά χειρόγραφα και ένα σλαβικό ήταν εικονογραφημένα.
Η μελέτη ενός τέτοιου θησαυρού θα ήταν ο μόνος λόγος να γίνω μοναχός σκεφτόταν ο Καραστεφάνου, θαυμάζοντας τους θησαυρούς που βρίσκονταν μπροστά του.
Μετά τη βιβλιοθήκη ο ηγούμενος οδήγησε τους δυο φίλους στο παρεκκλήσι όπου υπάρχει η εικόνα της Παναγίας της Πορταίτισσας και όταν ο γιατρός άκουσε από τον ηγούμενο να του διηγείται την παράδοση που υπήρχε για την εμφάνισή της στο Όρος, ο γιατρός συγκινήθηκε τόσο πολύ που θέλησε να προσφέρει τη βέρα του στο εκόνισμα της Παναγίας!
Τραβούσε τη βέρα από το δάκτυλο αλλά αυτή δεν έβγαινε!
– Τέκνον μου, δεν χρειάζεται άλλο χρυσάφι η Παναγία, του έλεγε ο ηγούμενος! Δες τους σταυρούς και τις άλλες προσφορές που έχει!
Όμως ο γιατρός συνέχιζε να προσπαθεί να βγάλει τη βέρα αλλά εις μάτην! Το δάκτυλο είχε πρηστεί από την οδοιπορία και την εφίδρωση και δεν επέτρεπε την εξαγωγή της βέρας.
Έτσι γλύτωσε η βέρα του γιατρού αλλά δεν γλύτωσε ο γιατρός από τα πειράγματα του Καραστεφάνου που για χρόνια δεν χάνει την ευκαιρία να του θυμίζει το γεγονός, υποστηρίζοντας ότι ήταν θέλημα της Παναγίας να μη βγει η βέρα, επειδή ο γιατρός είναι αμαρτωλός…
Το Β’μέρος αύριο