Το ελληνίζειν και η κοπτοραπτική του ακαδημαϊκού
Στο ιστολόγιο έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα με τις αντιεπιστημονικές θέσεις του ακαδημαϊκού κ. Αντώνη Κουνάδη -τον όρο τον εννοώ με την παλιά του σημασία, του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αν και ο κ. Κουνάδης είναι ακαδημαϊκός και με τη νεότερη σημασία, αφού είναι πανεπιστημιακός -έστω και συνταξιούχος πια.
Παρόλο που το επιστημονικό του πεδίο είναι η στατική, ο κ. Κουνάδης στην Ακαδημία μιλάει συνήθως για γλωσσικά θέματα -αταίριαστο, θα πείτε· αλλά μήπως δεν είναι εξίσου άτοπο το ότι η Ακαδημία δεν έχει στις τάξεις της γλωσσολόγο, με αποτέλεσμα να αφήνεται ελεύθερο πεδίο στους αυτοσχεδιασμούς του κάθε ερασιτέχνη;
Κριτική στις απόψεις του κ. Κουνάδη έχουμε κάνει κατ’ επανάληψη. Τελευταία φορά στις αρχές του χρόνου, όταν παρουσιάσαμε και επικρίναμε την ομιλία που εκφώνησε ως απερχόμενος Πρόεδρος της Ακαδημίας. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το πλήρες κείμενο της ομιλίας του, που είναι περιβόλι αντιεπιστημονικών θέσεων, αλλά στο σημερινό άρθρο θα επικεντρωθώ σε ένα συγκεκριμένο απόφθεγμα που παραθέτει ο κ. Κουνάδης, ένα απόφθεγμα που αποδεικνύεται απόφευγμα, παναπεί ανύπαρκτο, καθώς είναι προϊόν κοπτοραπτικής. Η λαθροχειρία, διότι περί αισχρής λαθροχειρίας πρόκειται, δεν είναι του ακαδημαϊκού, αλλά εκείνος τη διέδωσε ευρύτερα και την περιέβαλε με το κύρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Τη λαθροχειρία δεν την εντόπισα εγώ. Φίλος του ιστολογίου μου έστειλε οθονιές από μια ανάρτηση του κλασικού φιλόλογου Στέλιου Χρονόπουλου στο Φέισμπουκ. Εγώ απλώς μεταφέρω όσα έγραψε με δικά μου λόγια, ενώ επίσης προσθέτω κάποια στοιχεία, δευτερεύοντα όμως. Οπότε, στον Χρονόπουλο ο έπαινος για τη μυθοκτονία.
Λοιπόν, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του ο κ. Κουνάδης μεταξύ πολλών άλλων αναφέρει:
Για την αξία της νοηματικής ιδιότητας των ονομάτων ο Αριστοτέλης επισημαίνει: «Ο λόγος, εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον» (Τέχνη ρητορική Γ. 2149), στη συνέχεια δε εξαίρει την Ελληνική με την φράσιν: «Το Ελληνίζειν εστίν το ορθώς ονομάζειν» (Τέχνη ρητορική Γ. 4.1407). [Τα μαύρα δικά του, τα πλάγια δικά μου]
Το πρώτο παράθεμα είναι υπαρκτό, το βρίσκετε εδώ:. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι βασική αρετή του λόγου είναι η σαφήνεια και, σε παρένθεση, παρατηρεί: (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος ὤν, ἐὰν μὴ δηλοῖ οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον), που σημαίνει σε μετάφραση του Δημ. Λυπουρλή: γιατί, καθώς ο λόγος είναι ένα σημείο, αν δεν κάνει φανερό αυτό που θέλει να πει, δεν θα επιτελέσει το έργο του.
Το δευτερο παράθεμα, όμως, είναι ανύπαρκτο. Καταρχάς, ο Αριστοτέλης, όταν λέει «το ελληνίζειν» δεν εξαίρει την ελληνική γλώσσα, ούτε εννοεί «το να μιλάς ελληνικά». Χρησιμοποιεί τη λέξη με την τεχνική σημασία που είχε στη ρητορική, και που σήμαινε «να μιλάς καθαρά, σωστά ελληνικά» (Στο Λίντελ Σκοτ: to speak or write pure or correct Greek, με παράδειγμα χρήσης το συγκεκριμένο αριστοτελικό χωρίο που θα δούμε παρακάτω).
Στη Ρητορική λοιπόν, ο Αριστοτέλης, λέει σε όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη ρητορική τέχνη, ότι για να μιλάει κανείς σωστά και καθαρά ελληνικά, να ελληνίζει δηλαδή, πρέπει να προσέχει πέντε πράγματα. Όπως λέει (1407a):
Ἔστι δ᾽ ἀρχὴ τῆς λέξεως τὸ ἑλληνίζειν· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἐν πέντε -ή, σε μετάφραση του Λυπουρλή: Η βάση, πάντως, του ύφους είναι το να μιλάει κανείς σωστά ελληνικά, κάτι που αφορά στα εξής πέντε πράγματα:
Kαι στη συνέχεια εξηγεί αναλυτικά ποια είναι τα πέντε σημεία που πρέπει να προσέχει όποιος θέλει να μιλά σωστά ελληνικά:
(1) να χρησιμοποιεί σωστά τα συνδετικά μόρια, π.χ. το «μεν» να το συνοδεύει με το «δε», (2) να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένες λέξεις και όχι γενικούς όρους (3) να μη χρησιμοποιεί διφορούμενες λέξεις, εκτός αν το κάνει σκόπιμα όπως η Πυθία (4) να διακρίνει σωστά τα αρσενικά, τα θηλυκά και τα ουδέτερα και να τα συνδυάζει αντίστοιχα και (5) «πέμπτον ἐν τῷ τὰ πολλὰ καὶ ὀλίγα καὶ ἓν ὀρθῶς ὀνομάζειν· δηλ. «να δηλώνει κανείς σωστά τα πολλά, τα λίγα και το ένα», να κάνει σωστά την αντιστοιχία των αριθμών.
Όλα αυτά είναι σωστές συμβουλές, αλλά πού είναι το απόφθεγμα που παραθέτει ο ακαδημαϊκός κ. Κουνάδης, το «το ελληνίζειν εστί το ορθώς ονομάζειν»; Δεν υπάρχει ή μάλλον έχει κατασκευαστεί με συγκόλληση δύο εντελώς άσχετων κομματιών. Το πρώτο μισό είναι το «το ελληνίζειν … εστίν» και το δεύτερο μισό στην Κίνα βρίσκεται, ή έστω είκοσι αράδες παρακάτω: «ορθώς ονομάζειν».
Για να δείτε το μέγεθος της κοπτοραπτικής, παραθέτω ολόκληρο το αριστοτελικό χωρίο, βάζοντας με μαύρα στοιχεία τις λέξεις που απαρτίζουν το «απόφθεγμα»:
Ἔστι δ᾽ ἀρχὴ τῆς λέξεως τὸ ἑλληνίζειν· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἐν πέντε, πρῶτον μὲν ἐν τοῖς συνδέσμοις, ἂν ἀποδιδῷ τις ὡς πεφύκασι πρότεροι καὶ ὕστεροι γίγνεσθαι ἀλλήλων, οἷον ἔνιοι ἀπαιτοῦσιν, ὥσπερ ὁ μέν καὶ ὁ ἐγὼ μέν ἀπαιτεῖ τὸν δέ καὶ τὸν ὁ δέ. δεῖ δὲ ἕως μέμνηται ἀνταποδιδόναι ἀλήλλοις, καὶ μήτε μακρὰν ἀπαρτᾶν μήτε σύνδεσμον πρὸ συνδέσμου ἀποδιδόναι τοῦ ἀναγκαίου· ὀλιγαχοῦ γὰρ ἁρμόττει. «ἐγὼ μέν, ἐπεί μοι εἶπεν (ἦλθε γὰρ Κλέων δεόμενός τε καὶ ἀξιῶν), ἐπορευόμην παραλαβὼν αὐτούς». ἐν τούτοις γὰρ πολλοὶ πρὸ τοῦ ἀποδοθησομένου συνδέσμου προεμβέβληνται σύνδεσμοι· ἐὰν δὲ πολὺ τὸ μεταξὺ γένηται τοῦ ἐπορευόμην, ἀσαφές. ἓν μὲν δὴ τὸ εὖ ἐν τοῖς συνδέσμοις, δεύτερον δὲ τὸ τοῖς ἰδίοις ὀνόμασι λέγειν καὶ μὴ τοῖς περιέχουσιν. τρίτον μὴ ἀμφιβόλοις. τοῦτο δ᾽ ἂν μὴ τἀναντία προαιρῆται, ὅπερ ποιοῦσιν ὅταν μηδὲν μὲν ἔχωσι λέγειν, προσποιῶνται δέ τι λέγειν· οἱ γὰρ τοιοῦτοι ἐν ποιήσει λέγουσιν ταῦτα, οἷον Ἐμπεδοκλῆς· φενακίζει γὰρ τὸ κύκλῳ πολὺ ὄν, καὶ πάσχουσιν οἱ ἀκροαταὶ ὅπερ οἱ πολλοὶ παρὰ τοῖς μάντεσιν· ὅταν γὰρ λέγωσιν ἀμφίβολα, συμπαρανεύουσιν —Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει— [1407b] καὶ διὰ τὸ ὅλως ἔλαττον εἶναι ἁμάρτημα διὰ τῶν γενῶν τοῦ πράγματος λέγουσιν οἱ μάντεις· τύχοι γὰρ ἄν τις μᾶλλον ἐν τοῖς ἀρτιασμοῖς ἄρτια ἢ περισσὰ εἰπὼν μᾶλλον ἢ πόσα ἔχει, καὶ τὸ ὅτι ἔσται ἢ τὸ πότε, διὸ οἱ χρησμολόγοι οὐ προσορίζονται τὸ πότε. ἅπαντα δὴ ταῦτα ὅμοια, ὥστ᾽ ἂν μὴ τοιούτου τινὸς ἕνεκα, φευκτέον. τέταρτον, ὡς Πρωταγόρας τὰ γένη τῶν ὀνομάτων διῄρει, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη· δεῖ γὰρ ἀποδιδόναι καὶ ταῦτα ὀρθῶς· «ἡ δ᾽ ἐλθοῦσα καὶ διαλεχθεῖσα ᾤχετο». πέμπτον ἐν τῷ τὰ πολλὰ καὶ ὀλίγα καὶ ἓν ὀρθῶς ὀνομάζειν· «οἱ δ᾽ ἐλθόντες ἔτυπτόν με».
Αν η κοπτοραπτική ήταν ολυμπιακό άθλημα η επίδοση του κ. Κουνάδη θα διεκδικούσε μετάλλιο, το μετάλλιο που δεν αξιώθηκε να κερδίσει στα νιάτα του ο πολυτάλαντος κ. Κουνάδης όταν πήγε με πολλές ελπίδες στην Ολυμπιάδα της Ρώμης, καθώς ήταν ο πέμπτος δισκοβόλος στον κόσμο το 1959, αλλά τελικά έμεινε πολύ μακριά από το βάθρο.
Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, η επίδοση δεν είναι δική του, δεν είναι αυτός ο κοπτοράπτης. Φαίνεται ότι πρώτη διδάξασα (ή τουλάχιστον, πρότερη) ήταν η Ηγερία της ελληναράδικης παρετυμολογίας, η πρόσφατα εκλιπούσα Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, αφού βρίσκουμε να της αποδίδεται η αριστοτέλεια κοπτοραπτική σε άρθρο του 2014. Εικάζω ότι πρόκειται για απόσπασμα από τον πρόλογο στο βιβλίο της «Ο Έλλην λόγος» των εκδόσεων Γεωργιάδη, αλλά δεν έχω σκοπό να το ερευνήσω περισσότερο.
Πάντως, μετά τη δημοσίευση της ομιλίας του κ. Κουνάδη το ψευτοαπόφθεγμα του Αριστοτέλη έχει διαδοθεί περισσότερο, και όχι μόνο σε εθνικιστικούς ιστότοπους. Λίγες μέρες αργότερα, μιλώντας στη Βουλή για τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο τότε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος απέδωσε στον Αριστοτέλη ένα άλλο ψευδοαπόφθεγμα πολύ όμοιο με αυτό του κ. Κουνάδη: Ο Αριστοτέλης έλεγε, πράγματι, στο τρίτο βιβλίο της Ρητορικής: «Το ελληνίζειν εστί το ορθώς λέγειν».
Δεν αποκλείεται βέβαια να ήταν άλλη η πηγή του (στον Αριστοτέλη πάντως αποκλείεται να το βρήκε!), αλλά υποψιάζομαι ότι ο κ. υπουργός ψώνισε από την πραμάτεια του κ. ακαδημαϊκού -τα εθνοπρεπή τσιτάτα έχουν απήχηση σε όλο το πολιτικό φάσμα, όπως φαίνεται.
Γι’ αυτό δεν είναι μάταιο να ανασκευάζουμε, όσοι επιμένουμε και προσπαθούμε, τις κάθε λογής λαθροχειρίες και τους κάθε λογής μύθους, όσο κι αν η ανασκευή της λαθροχειρίας χρειάζεται πολλαπλάσιο χρόνο από την κατασκευή της.
Αλλά στην ομιλία του κ. ακαδημαϊκού υπάρχει κι άλλο ένα ύποπτο απόφθεγμα, που επίσης δεν είναι δικό του επινόημα και με το οποίο έχω ασχοληθεί αρκετά τον τελευταίο καιρό. Επειδή όμως το θέμα δεν είναι τόσο απλό όσο τούτο εδώ, θα παρακαλέσω για λίγην υπομονή!