Στην ανάγκη εύρεσης κοινού τόπου ανάμεσα στις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς με σκοπό τη διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης και μιας νέας αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής αναφέρθηκε ο Θανάσης Οικονόμου, πρώην βουλευτής Ιωαννίνων και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜ.ΑΡ., σε παρέμβασή του στην εκδήλωση «Αριστερά – Κεντροαριστερά: ποια η σχέση;» που διοργάνωσε η «Κοινωνία Πρώτα».
Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι: Οδυσσέας Βουδούρης (βουλευτής «Κοινωνία Πρώτα»), Δημήτρης Βίτσας (γραμματέας ΣΥΡΙΖΑ), Θεόδωρος Παραστατίδης (ανεξ. βουλευτής), Πέτρος Τατσόπουλος (ανεξ. βουλευτής), Στέλιος Κούλογλου (δημοσιογράφος), Γιάννης Τσιρώνης (Οικολόγοι Πράσινοι), Δημήτρης Σακελλάριος (Νέοι Σοσιαλιστές) κ.α..
Όσον αφορά το δίλημμα των επόμενων εκλογών, δίλημμα κρίσιμο για το αν η κοινωνία θα συντριβεί ή θα ανορθωθεί, ο κ. Οικονόμου τάχθηκε σαφώς εναντίον των κομμάτων της συγκυβέρνησης που, επιμένοντας στην πολιτική του φόβου και της λιτότητας, δεν έχουν κανένα σχέδιο για την χώρα, παρά μόνο πώς θα παραμείνουν στην εξουσία, και υπέρ μιας ριζικής αλλαγής στο πολιτικό επίπεδο, που προϋποθέτει τη συμμαχία πολλών προοδευτικών, δημοκρατικών, αριστερών και οικολογικών δυνάμεων, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.
«Είμαστε μπροστά σε μια νέα αρχή και ως ξεκίνημα είναι προφανές πως εμπεριέχει ρίσκα. Η στασιμότητα, όμως, η συντήρηση του παλαιοκομματισμού, της διαπλοκής, του πελατειακού συστήματος, είναι ο σίγουρος θάνατος της κοινωνίας» τόνισε.
Μίλησε, ακόμα, για την ανατροπή της πολιτικής του φόβου, του στυγνού εκβιασμού, της λιτότητας, της ανεργίας, του παρελθόντος και για μια νέα πολιτική του οράματος, του σχεδίου, της αποκατάστασης της αρμονίας μεταξύ λαϊκής βούλησης και ασκούμενων πολιτικών. Μία πολιτική αντί-νεοφιλελεύθερη, προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας.
Στο ερώτημα κατά πόσο μία τέτοια συμμαχία αριστερών, δημοκρατικών, προοδευτικών και οικολογικών δυνάμεων για την εναλλακτική διακυβέρνηση της χώρας μπορεί να είναι αξιόπιστη, έθεσε ως απαραίτητες προϋποθέσεις αφενός τη συνειδητοποίηση της οικονομικής κατάστασης και την εμπέδωση μιας αριστεράς που πρέπει να στηρίζεται στον ορθολογισμό, στην πραγματικότητα και στα δεδομένα και, αφετέρου, την προσέγγιση με τη μεσαία τάξη, που διαχρονικά είναι εγκαταλελειμμένη από την αριστερά.
Έχοντας υπόψη τα ενδιαφέροντα που ακούσαμε ως τώρα στην αποψινή εκδήλωση, καθώς και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, θα προσπαθήσω να εστιάσω σε 2 – 3 επισημάνσεις.
Με τον Οδυσσέα είχαμε ξανασυναντηθεί το 2011 σε μια κίνηση επαναπροσδιορισμού και αποσαφήνισης της κακοποιημένης έννοιας της Κεντροαριστεράς.
Είναι προφανές πως έχουμε διαφορετικές αφετηρίες, διαδρομές, ίσως και αντιθέσεις. Κι αυτό δεν είναι κακό. Άλλωστε, ιστορικά η αριστερά έχει διάφορες αποχρώσεις, με ό,τι αυτές σηματοδοτούν, όπως ριζοσπαστική αριστερά, ανανεωτική, μεταρρυθμιστική, κεντροαριστερά κ.λ.π..
Στη σημερινή συγκυρία, όμως, αυτό που είναι αναγκαίο είναι να συναντηθούμε εκεί που ενωνόμαστε και να επιμείνουμε στον κοινό τόπο. Αυτό είναι η αριστερά άνευ προσδιορισμού.
Βεβαίως, υπάρχουν και πολλά κόμματα και πολλές αποχρώσεις, κάποια που δημιουργήθηκαν συγκυριακά ακριβώς για να ενισχύσουν εγωισμούς ή σκοπιμότητες. Τελικά, όμως, θα καταλήξουν ή στον δεξιό ή στον αριστερό πόλο.
Η κοινωνία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο: θα ανορθωθεί ή θα συντριβεί.
Στις επόμενες εκλογές, αυτό είναι το δίλημμα που πρέπει να τοποθετηθούμε ξεκάθαρα.
Από την μια πλευρά, έχουμε κυρίως τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο και εκφραστές του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού ρεύματος, που έχουν ιδιοποιηθεί τον όρο «κεντροαριστερά» καταντώντας την έννοια «φερετζέ» της δεξιάς. Παρά τις χιλιοειπωμένες εξαγγελίες, δεν έχουν κανένα σχέδιο για την χώρα. Απεναντίας, οχυρωμένοι πίσω από το μνημόνιο και τους εταίρους, εξασκούν την πολιτική του φόβου, εφαρμόζοντας την λιτότητα. Το μόνο, ίσως, σχέδιο που έχουν είναι πώς θα παραμείνουν στην εξουσία. Πώς θα διαιωνίσουν τον εαυτό τους.
Το κόστος της παραμονής τους για την κοινωνία είναι δυσβάστακτο. Η ανισότητα διευρύνεται, τείνει να γίνει ενδημική. Η ζωή όλο και περισσοτέρων Ελλήνων φτωχαίνει και μικραίνει σε δυνατότητες. Η απώλεια της κοινωνικής συνοχής εντείνεται και αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή κάθε δημοκρατίας, εκεί όπου η ακροδεξιά και ο νεοναζισμός βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
Στον άλλο πόλο, ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να αναζωογονήσει τις λαϊκές προσδοκίες, να εμφυσήσει την πίστη των πολιτών στη δυνατότητα ενός καλύτερου μέλλοντος.
Αυτό, όμως, για να συμβεί, προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή στο πολιτικό επίπεδο. Για να επιτευχθεί αυτή η ριζική αλλαγή, είναι αναγκαία η συμμαχία πολλών προοδευτικών, δημοκρατικών, αριστερών και οικολογικών δυνάμεων.
Με άλλα λόγια, είμαστε μπροστά σε μια νέα αρχή και ως ξεκίνημα είναι προφανές πως εμπεριέχει ρίσκα. Η στασιμότητα, όμως, η συντήρηση του παλαιοκομματισμού, της διαπλοκής, του πελατειακού συστήματος, είναι ο σίγουρος θάνατος της κοινωνίας.
Η πολιτική του φόβου, του στυγνού εκβιασμού, της λιτότητας, της ανεργίας, του παρελθόντος πρέπει να ανατραπεί και να αλλάξει από την πολιτική του οράματος, του σχεδίου, της αποκατάστασης της αρμονίας μεταξύ λαϊκής βούλησης και ασκούμενων πολιτικών. Να αντικατασταθεί από μία πολιτική αντί-νεοφιλελεύθερη, προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας.
Το σχέδιο που ακούσαμε στη ΔΕΘ μπορεί να είναι ένα εφικτό σχέδιο που δεν το υπαγορεύουν οι άλλοι, είναι δικό μας και, γι’ αυτό, μπορεί να επαναφέρει την εθνική μας αξιοπρέπεια.
Είναι βέβαιο πως πρέπει να δοθούν απαντήσεις στα στερεότυπα τόσο της ευρωπαϊκής προοπτικής, που είναι μεν στρατηγική επιλογή για την χώρα, αλλά για ποια Ευρώπη μιλάμε; Των ελίτ; Χρειάζονται και εκεί αγώνες για μια αλληλέγγυα και κοινωνική Ευρώπη. Είναι επίσης σαφές πως απαιτούνται μεταρρυθμίσεις, αλλά για ποιους;
Ο ευρωπαϊσμός και οι μεταρρυθμίσεις είναι δύο έννοιες που έγιναν άλλοθι στα χέρια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για τεράστιες απαλλοτριώσεις σε βάρος κεκτημένων της ζωής μας. Πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην κοινωνική ληστεία, στην υποκρισία, στην θυσία της ζωής των πολλών για την ευημερία των λίγων.
Εδώ τίθεται ένα καίριο ερώτημα εκ των πραγμάτων: πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι μια τέτοια συμμαχία αριστερών, δημοκρατικών, προοδευτικών και οικολογικών δυνάμεων για την εναλλακτική διακυβέρνηση της χώρας;
Κανένα σχέδιο δεν βγαίνει αν δεν στηριχθεί από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αν τα άτομα δεν βρουν μέσα σε αυτό την προσωπική τους προοπτική. Οι νέες ιδέες δεν παράγονται αυτόματα. Προέκυψαν από την κοινωνική ένταση που προκάλεσε η κρίση και εξελίσσονται ως πολιτική στάση. Θέλουν τον χρόνο τους να εμπεδωθούν και να ωριμάσουν.
Συνεπώς, η διατύπωση της εναλλακτικής πολιτικής δεν είναι ούτε απλό εγχείρημα, ούτε απομονωμένη διαδικασία σε μία χώρα. Υπάρχουν ζητήματα που μοιάζουν ξεκάθαρα, όπως άλλο οικονομική συναλλαγή και άλλο τα δημόσια αγαθά. Υπάρχουν ζητήματα που χρειαζόμαστε νέες διατυπώσεις και προσεγγίσεις.
Υπάρχει, όμως, και μια πραγματικότητα που πρέπει να διαχειριστούμε ορθολογικά. Η αριστερά πρέπει να είναι πραγματιστική και να στηρίζεται στα δεδομένα. Η οικονομική κατάσταση είναι καθοριστική της πολιτικής.
Σε ένα περιβάλλον όπου οι δουλειές έχουν καταρρεύσει, ολόκληροι κλάδοι, όχι απλά βρίσκονται σε ύφεση αλλά σε αφάνεια π.χ. η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, βιοτεχνίες, εμπορικά αυτοαπασχολουμένων, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κοινωνικός πλούτος και η ευημερία οφείλονται στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και όχι στην κατανάλωση τους. Σε συνθήκες μάλιστα αδυναμίας ή ακριβού δανεισμού, όπως τώρα, ο πλούτος που θα καταναλώνεται θα πρέπει να είναι ίσος με αυτόν που παράγεται. Αυτή η κατάσταση της οικονομίας επηρεάζει τις «χαμηλές πτήσεις» της πολιτικής.
Ο καπιταλισμός δεν είναι σε κάθε χώρα ακριβώς ίδιος. Στην Ελλάδα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα διεφθαρμένο πελατειακό κράτος και μια σκληρή ολιγοπωλιακή αγορά. Ο δημόσιος τομέας παράγει και αυτός πλούτο, στο βαθμό, όμως, που παρέχει αποτελεσματικές, υποστηρικτικές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, όχι αργομισθίες ή μαζικούς διορισμούς σε αυτόν.
To δεύτερο που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως πρέπει να πείσουμε ιδεολογικά και να βγάλουμε από την χειραγώγηση του φόβου τη μεσαία τάξη.
Η μεσαία τάξη αποτελείται από στρώματα προοδευτικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, φοβισμένα από την προπαγάνδα και που, στις σημερινές συνθήκες, το πολύ να έχουν ένα σπίτι, ένα εξοχικό, πιθανόν στο χωριό τους, δύο αυτοκίνητα και 20 – 30 χιλιάδες ευρώ στην τράπεζα, πληρώνουν αρκετά στην εφορία, επενδύουν στην οικογένεια και είναι έντιμοι και εργατικοί.
Αυτό το προοδευτικό κέντρο είναι εγκαταλελειμμένο από την αριστερά διαχρονικά. Αυτή τη μεσαία τάξη πρέπει να την προσεγγίσουμε ιδεολογικά και όχι με την αυστηρή συγκεκριμενοποίηση και την μπακαλίστικη λογική της συγκυβέρνησης. Αυτή η ιδεολογική προσέγγιση με την μεσαία τάξη είναι ακόμα απαραίτητη, αφενός γιατί ποια είναι η λογική να φοβάται κάποιος να σε ψηφίσει; Αφετέρου, η προσέγγιση αυτή έχει μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με αυτούς που είναι απλά οργισμένοι και ψηφίζουν μόνο αρνητικά ετεροπροσδιοριζόμενοι.
Και τέλος, για να μπορέσουν να αποδώσουν τα δύο παραπάνω (οικονομικός πραγματισμός και προσέγγιση με τη μεσαία τάξη), πρέπει οι πολίτες να ταυτιστούν με πρόσωπα. Είναι η εποχή που τα πρόσωπα εκφράζουν και αναδεικνύουν πολιτικές και ιδεολογίες και όχι οι απρόσωπες διακηρύξεις.
Κλείνοντας, στην Ήπειρο ξέρουμε κυρίως από πέτρες, με τις οποίες είναι πολύ εύκολο να κάνεις πετροπόλεμο. Μπορείς όμως να χτίσεις και υπέροχα γεφύρια και σε αυτό το δεύτερο φιλοδοξώ να συμβάλω: να φτιάξουμε μια γέφυρα με το αύριο, ελπίζοντας να μην είναι σαν το γεφύρι της Άρτας…