Όταν προκαλείται στύση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης, μια ουσία που ονομάζεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) απελευθερώνεται στο σπηλαιώδες σώμα του πέους Αγορα Σιαλις Ελλάδα Αθήνα. Αυτή η απελευθέρωση του μονοξειδίου του αζώτου οδηγεί σε αύξηση ενός μεσολαβητή που επιτρέπει τη στύση.
Uncategorized

Ψήφοι και κάλπες

Του Νίκου Σαραντάκου 

Η λέξη κάλπη εμφανίζεται πρώτη φορά τα ελληνιστικά χρόνια, παράλληλος τύπος του αρχαίου “κάλπις”, που είναι λέξη ομηρική. Σήμερα η κάλπη είναι ένα μεγάλο κιβώτιο, σε σχήμα κύβου, ξύλινο ή από διαφανές πλαστικό, με μια σχισμή στην επάνω πλευρά του για να ρίχνουμε τον φάκελο με το ψηφοδέλτιο. Στην αρχαιότητα, βέβαια, η κάλπις ήταν άλλοτε κανάτι για νερό (με αυτή τη σημασία στον Όμηρο), άλλοτε αγγείο που το χρησιμοποιούσαν σαν τεφροδόχο, αλλά επίσης και μια λήκυθος όπου έβαζαν κλήρους, και από εκεί και η σημασία της ψηφοδόχου.

Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο. Εσωτερικά, η κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το Ναι· στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το Όχι. Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του. Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες: Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον.

Όταν τελείωνε η ψηφοφορία, άνοιγαν τις κάλπες και μετρούσαν τα Ναι και τα Όχι για κάθε υποψήφιο και εκλέγονταν αυτοί με το μεγαλύτερο θετικό ισοζύγιο. Μια λεπτομέρεια είναι ότι σε περίπτωση που το άθροισμα των Ναι και των Όχι ήταν μεγαλύτερο από τον αριθμό των ψηφισάντων, τα πλεονάζοντα σφαιρίδια αφαιρούνταν από το Ναι.

Εύλογα, για τον υποψήφιο που απέτυχε, καθιερώθηκε να λέμε ότι «τον μαύρισαν» ή ότι «έφαγε μαύρο» ή «έφαγε φούμο». Κι επειδή η γλώσσα είναι συντηρητική, οι φράσεις αυτές ακούγονται ακόμα και σήμερα, ενώ το σύστημα εκλογής με σφαιρίδια τελευταία φορά εφαρμόστηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 (εκτός της Θράκης). Κατάλοιπο της ίδιας εποχής είναι και η φράση «το έριξε δαγκωτό», επειδή όποιος ήθελε να εκδηλώσει το άχτι του ή τη λατρεία του για κάποιον υποψήφιο δάγκωνε το σφαιρίδιο πριν το ρίξει στο Όχι ή στο Ναι -αν και το δάγκωμα ήταν επίσης ένας εύκολος τρόπος για να ελέγχεται αν ο (αγορασμένος) ψηφοφόρος τήρησε την υπόσχεσή του.

Η λέξη κάλπη είναι σχεδόν ομόηχη με τον κάλπη, τον απατεώνα δηλαδή, αλλά αυτό είναι συμπτωματικό. Ο κάλπης έχει τουρκική ετυμολογία (kalp), άσχετο αν καμιά φορά οι κάλπες βγάζουν κάλπικο αποτέλεσμα. Το λογοπαίγνιο αυτό έχει γίνει αρκετές φορές.

Η λέξη ψήφος πάλι, κανονικά είναι θηλυκή, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται και στο αρσενικό, ο ψήφος, τύπος που πέρασε και στα λεξικά για ν’ ανατριχιάζουν οι γλωσσαμύντορες. Αρχικά σήμαινε, στα αρχαία, το βότσαλο, τη μικρή στρογγυλή πέτρα. Κι επειδή με τέτοιες πέτρες μπορούσε κανείς να κάνει υπολογισμούς, το ρήμα ψηφίζω αρχικά σήμαινε «λογαριάζω, αριθμώ πράγματα». Όμως, τα βοτσαλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν επίσης στις εκλογές, οπότε πήρε η ψήφος τη σημερινή της σημασία, καθώς και το ρήμα ψηφίζω (στα αρχαία χρησιμοποιούσαν συνήθως τη μέση φωνή, ψηφίζομαι, για τη σημασία αυτή).

Υποκοριστικά της ψήφου, με την αρχική σημασία του βότσαλου, ήταν η ψηφίδα, απ’ όπου τα ψηφιδωτά, αλλά και το ψηφίο, στην αρχή χαλικάκι, που πήρε τον Μεσαίωνα τη σημασία του αριθμού και που κυριαρχεί στην ψηφιακή εποχή μας. Από τον αόριστο του ρήματος ψηφίζω (εψήφισα) φτιάχτηκε νέο ρήμα, το ψηφώ, με σημασία “υπολογίζω” –και από εκεί το αψηφώ, όταν δεν λογαριάζουμε κάποιον ή κάτι, δεν τον σεβόμαστε, τον υποτιμάμε: μην τους ψηφίζετε, αψηφήστε τους όπως έλεγε κάποιος.

Η νεότερη ψήφος έχει αποκτήσει εδώ και μερικά χρόνια το ιδιότυπο υποτιμητικό υποκοριστικό «ψηφαλάκι» ή “ψηφουλάκι”. Η λέξη είναι συχνή στον δημοσιογραφικό λόγο. Σε μια πρόχειρη έρευνα που έκανα σε σώματα εφημερίδων βρήκα δεκάδες ανευρέσεις στη δεκαετία μας, ελάχιστες στην προηγούμενη δεκαετία, και μία και μοναδική το 1980, σε ρεπορτάζ για κάποιες εκλογές τοπικού συλλόγου στη Σητεία. Με αυτό το δεδομένο και με τον σχηματισμό του υποκοριστικού, μπορούμε άραγε να υποθέσουμε κρητική αρχή;

Οι ψήφοι λέγονται και “κουκιά”, που κι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά -λέγεται, ας πούμε, για τους ψηφοφόρους που τους έχει δεδομένους και σίγουρους ένα κόμμα ή ένας κομματάρχης. Όμως, με το ταπεινό κουκί συνδέεται τεράστιο και πολύ ενδιαφέρον γλωσσικό και λαογραφικό υλικό -άλλωστε, έχω γράψει ειδικό άρθρο στο οποίο και σας παραπέμπω.

σχετικές αναρτήσεις

1 από 1.162

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *