Όταν προκαλείται στύση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης, μια ουσία που ονομάζεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) απελευθερώνεται στο σπηλαιώδες σώμα του πέους Αγορα Σιαλις Ελλάδα Αθήνα. Αυτή η απελευθέρωση του μονοξειδίου του αζώτου οδηγεί σε αύξηση ενός μεσολαβητή που επιτρέπει τη στύση.
Uncategorized

Λεξιλογικά της αποκριάς

Του Νίκου Σαραντάκου 

Το καρναβάλι είναι δάνειο από την ιταλική λέξη carnevale, η οποία ανάγεται στο υστερολατινικό carnem (το κρέας) levare (σηκώνω, αφαιρώ)· από εκεί έχουμε από τον 13ο αιώνα και μετά το παλαιό πιζάνικο carnelevare, το παλαιό βενετσάνικο carlevar, οπότε είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έγινε αφομοίωση και φτάσαμε σε έναν (αμάρτυρο) τύπο carnelevale και μετά carnevale. Από τα ιταλικά η λέξη διεθνοποιήθηκε και πέρασε σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά.

Δηλαδή, το καρναβάλι, που μας μπάζει στην Σαρακοστή, είναι ο αποχαιρετισμός στο κρέας, στην κατανάλωση κρέατος. Ανάλογη άλλωστε είναι και η ελληνική ονομασία: από-κρεω.

Η λέξη καρναβάλι δεν εμφανίζεται σε βυζαντινά και μεσαιωνικά κείμενα· ακόμα και ο Σομαβέρας, αν και Ιταλός, στο λεξικό του (18ος αιώνας) αποδίδει Αποκριαίς το carnevale. Τολμώ να υποθέσω πως είναι δάνειο του 19ου αιώνα –πάντως ο Βυζάντιος, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ δεν έχει λήμμα «καρναβάλι» στο ελληνογαλλικό λεξικό του, αποδίδει «καρναβάλια» το γαλλ. carnaval στο γαλλοελληνικό λεξικό.

Έλεγα πιο πάνω ότι στο Διαδίκτυο βλέπει κανείς και άλλες απόψεις, κυρίως από όσους τονίζουν την αρχαιοελληνική αρχή των αποκριάτικων εθίμων. Ωστόσο, ενώ είναι σίγουρο πως τα αποκριάτικα έθιμα απηχούν παγανιστικές γιορτές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά και το όνομα να είναι ελληνικό.

Για παράδειγμα, κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Καρναβάλι, η αρχαιότερη ελληνική γιορτή» του Μ. Βερέττα, που δεν το παραθέτω γιατί είναι μεγάλο, που προτείνει διαφορετικές σημασίες για το «καρνάβαλε» και για το «καρναβαλίζω» χωρίς να υποψιάζεται πόσο αστείο είναι αυτό που υποστηρίζει.

Ένα άλλο δημοσίευμα, που το βρίσκω να αναδημοσιεύεται και σε σοβαρούς ιστότοπους, παραθέτει τη σωστή εκδοχή χύμα μαζί με τις άλλες, και υποστηρίζει ότι: Η λέξη καρναβάλι δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια λέξη άγνωστη, υπάρχουν ωστόσο πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι λαογράφοι.

Οι λαογράφοι ας δίνουν ό,τι θέλουν, αλλά τα ετυμολογικά λεξικά, όσα κυκλοφορούν, θεωρούν σχεδόν ομόφωνα ότι η ετυμολογία είναι αυτή που παρέθεσα παραπάνω, και κανένα δεν κάνει λόγο για ελληνική αρχή. Ο ιστότοπος αυτός μάλιστα φαίνεται να θεωρεί πιο πιθανή την εξής πορτοκαλική ετυμολογία:

* Η λέξη σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι τα βοσκήματα, βαλλίζουν δλδ χοροπηδάνε. Ίσως αυτή η ετυμολογία είναι πιο σωστή από τις άλλες και να συμβαδίζει και με τα αρχαία έθιμα.

Η θεωρία βασίζεται σε ένα άπαξ λεγόμενο του Ησύχιου, που μπορεί να σημαίνει πρόβατο αλλά μπορεί να σημαίνει και ψείρα! Τώρα, το πώς αυτή η σπανιότατη λέξη έφτασε και διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη ενώ ταυτόχρονα δεν μαρτυρείται στην υποτιθέμενη γενέτειρά της, αυτό δεν μας το ξεκαθαρίζει!

Στις απόκριες όσοι έχουν όρεξη μεταμφιέζονται, ντύνονται μασκαράδες, φοράνε μάσκες. Η λέξη “μάσκα” σε μας είναι δάνειο από τα ιταλικά (αν και στα σύγχρονα ιταλικά η λέξη είναι maschera, θυμηθείτε το Un ballo in maschera του Βέρντι), και η ιταλική λέξη ανάγεται σε ένα υστερολατινικό masca, που σήμαινε “προσωπίδα”, όμως για την ετυμολογία της λατινικής λέξης δεν υπάρχει μια ευρέως αποδεκτή άποψη. Ίσως να είναι δάνειο από το αραβικό maskharah, γελωτοποιός, από το οποίο μπορεί να προέρχεται το δικό μας “μασκαράς”, ιδίως αν σκεφτούμε τη λέξη “μασκαραλίκι” που σημαίνει γελοία πράξη. Δηλαδή, τα λεξικά αναγνωρίζουν δύο ελληνικές λέξεις “μασκαράς”, τη μία με τη σημασία “μεταμφιεσμένος”, που ετυμολογείται από το βενετικό mascara και αυτό από το υστερολατινικό masca, με άγνωστη την απώτερη προέλευση, και μία με τη σημασία “γελωτοποιός”, που προέρχεται από τα αραβικά μέσω τουρκικών. Μπορεί βέβαια τελικά η αραβική λέξη να είναι απώτερη αρχή και στις δύο περιπτώσεις. Από την ίδια ρίζα έχουμε και τη μασκότ, καθώς και τη μάσκαρα.

Κι ένα υστερόγραφο, αποκριάτικο. Τον 19ο αιώνα συνηθιζόταν στις αποκριάτικες γιορτές της καλής κοινωνίας μεγάλες παρέες να ντύνονται με τρόπο που να παρουσιάζουν ένα θέμα, σαν ταμπλό βιβάν. Η παρέα του Ροΐδη είχε αποφασίσει να παρουσιάσει το σουλτάνο με την ακολουθία του και με το χαρέμι του, και ο Ροΐδης θα έκανε τον Κισλάραγα, δηλαδή τον αρχιευνούχο. Ο επικεφαλής της ομάδας έκανε τον τελευταίο έλεγχο πριν φύγουν, αν έχουν όλοι μαζί τους τις στολές, τα αξεσουάρ και όλα τα αναγκαία.

– Έχετε όλοι ό,τι σας χρειάζεται για το ρόλο σας; ρώτησε
– Και κάτι παραπάνω! απάντησε ο Ροΐδης.

σχετικές αναρτήσεις

1 από 1.162

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *