Της Μαρίας Κατσουνάκη (Καθημερινή)
Τι θα συνέβαινε εάν ο έντιμος, πλην άνεργος, Τιμολέων Λάμπρου έβρισκε στον δρόμο του το πορτοφόλι του στρατηγού Σόλωνος Καραλέοντος, προέδρου μεγάλου δημόσιου οργανισμού, γεμάτο χαρτονομίσματα και αντί να σπεύσει να το επιστρέψει, σκεφτόταν πιο ψύχραιμα και πιο εποικοδομητικά (για την τσέπη του): «Εγώ μ*** είμαι; Για μένα δεν θα βγει κάτι;». Πώς θα εξελισσόταν τότε το δημοφιλές έργο του Δημήτρη Ψαθά «Φωνάζει ο κλέφτης» – που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Γιάννης Δαλιανίδης μέσα της δεκαετίας του ’60; Εάν ο Τ. Λάμπρου (Ντίνος Ηλιόπουλος) έριχνε μια ματιά δεξιά και αριστερά, να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τον έχει δει, και θεωρούσε ότι, ως ο «ευρών», δικαιούται και την αμοιβή; Ο κ. Καραλέων δεν θα ξανάβλεπε ποτέ το πορτοφόλι του, καμία πλεκτάνη στον δημόσιο οργανισμό με καταχρήσεις δεν θα είχε αποκαλυφθεί, με συνεργούς τη γυναίκα του στρατηγού και τον αδελφό της, η αλήθεια δεν θα έλαμπε ποτέ και μία από τις καλύτερες κωμωδίες του Ψαθά… θα είχε χαθεί!
Προφανώς η Ελλάδα του ’60 και του 2013 δεν συγκρίνονται ως προς το μέγεθος και την έκταση των αποκαλυπτόμενων σκανδάλων (όχι ότι τότε δεν υπήρχαν). Εκείνο που παραμένει κοινός παρονομαστής, σταθερή φιγούρα ανά τις δεκαετίες, είναι ο ρόλος του υπερβολικά έντιμου: είναι μάλλον δειλός, ιδρώνουν οι παλάμες του, τριποδίζει, ανίκανος να καλπάσει προς την επιτυχία, είναι κακομοιρούλης και αξιοθρήνητος. Δίνει ασφαλώς τη δυνατότητα για σπουδαίες ερμηνείες (όπως αυτή του Ντίνου Ηλιόπουλου) και υποδείγματα θεατρικής ή κινηματογραφικής γραφής. Και, βέβαια, στο τέλος, κατά κανόνα, λάμπει ο αδαμάντινος χαρακτήρας του. Αλλά έως τότε έχει προσφέρει άφθονο γέλιο και συμπάθεια.
Εν ολίγοις, η κορυφαία φράση του αποπεμφθέντος προέδρου του «Αγλαΐα Κυριακού» Χάρη Τομπούλογλου, όπως καταγράφηκε στη δικογραφία («εγώ μ*** είμαι; Για μένα δεν θα βγει κάτι; Αυτοί θα πάρουν 190.000 κι εγώ τίποτα;»), δεν έρχεται από το πουθενά. Εχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία, συμβολικό βάρος και ζηλευτή καταγωγή.
Γιατί ανέκαθεν, όσοι πήγαιναν με τον «σταυρό στο χέρι» (συνδηλωτικό χρηστοήθους, ενάρετου και αγαθού ανθρώπου) δεν αποτελούσαν και πρότυπα, παραδείγματα προς μίμηση. Οι «άλλοι» ήταν οι επιτυχημένοι. Οι παιχταράδες, οι καπάτσοι, οι τολμηροί (έτσι τους αποκαλούσαμε), που «έπιαναν την καλή» (ό,τι κι αν αυτό σήμαινε).
Ο εργατικός δημόσιος υπάλληλος, που μαράζωνε, συνήθως αδικημένος, χωρίς ευνοϊκές προαγωγές ή μεταθέσεις, προίκισε την ελληνική φιλμογραφία και λογοτεχνία και «στοίχειωσε» την ελληνική κοινωνία. Δεν έλαμπε όπως οι «άλλοι» με τον ζηλευτό τρόπο ζωής τους, τις ανέσεις, την επιτηδειότητα και τα πολλά (αδιευκρίνιστα) ταλέντα. Ηταν πρωταγωνιστές στα σαλόνια, στον Τύπο κάθε εποχής, αργότερα στην τηλεόραση, στις εκπομπές με υψηλή θεαματικότητα. Ο Τιμολέων Λάμπρου δεν θα είχε καμία τύχη. Και ο ίδιος το γνώριζε εξάλλου. Οταν αυτοσυστήνεται στον στρατηγό, δηλώνει πλήρης προσόντων αλλά άνεργος, γιατί διαρκώς τον απολύουν: «Είμαι πολύ τίμιος και έχω ένα φοβερό ελάττωμα· να λέω την αλήθεια».
Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί Τιμολέοντες Λάμπροι. Σε αυτούς κυρίως βασίστηκε η πραγματική ανάκαμψη της χώρας. Στη δική τους εντιμότητα, εργατικότητα και αλήθεια. Κρατήθηκαν μακριά από τη «φούσκα», τον χορό της μίζας και της διαφθοράς, πυραμίδα με πολλές διαστρωματώσεις. Δίπλα, όμοιοί τους, δούλευαν με φακελάκια, πρόθυμοι για εξυπηρετήσεις με το αζημίωτο. Δεν ήταν όλοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι…
Οι Τιμολέοντες Λάμπρου παραμένουν αμήχανοι, σιωπηλοί και αξιοπρεπείς. Συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, γιατί έχουν ένα φοβερό κουσούρι: να λένε και να δηλώνουν την αλήθεια.