Του Νίκου Άγουρου
Το ζήτημα με τη γελοιογραφία της εφημερίδας «Τα Νέα» που σατίρισε ως τροτέζες σε strip club τις κυρίες Κωνσταντοπούλου και Μακρή για τη διαμαρτυρία τους στο προαύλιο της ΕΡΤ αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία για να ξεδιπλωθεί η υποκρισία που διέπει μέρος των «θεσμικών» μέσων ενημέρωσης.
Επρόκειτο, ασφαλώς, για μια αχρείαστη, σεξιστική και άδικη επίθεση. Οι αγγλοσάξονες θα την αποκαλούσαν «cheap shot». Φθηνούτσικη ευκολία. Προφανώς, ο γελοιογράφος παρασύρθηκε από μια εκσταστική στιγμή αιχμηρού σαρκασμού. Από εκείνες στις οποίες το αχαλίνωτο ταλέντο παίρνει το πάνω χέρι. Ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν η γελοιογραφία, αλλά το πλαίσιο στο οποίο δημοσιεύτηκε.
Εδώ και αρκετό καιρό η εφημερίδα «Τα Νέα» ακολουθεί μια άνιση, σχεδόν υστερικά στρατευμένη, στάση εναντίον του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του προέδρου του αλλά και των κομμάτων που απορρίπτουν το μνημόνιο. Πρόκειται για μια εκδοτική επιλογή, το δίχως άλλο. Σίγουρα, όμως, δεν είναι μια διάφανη, ισορροπημένη, ούτε στοιχειωδώς έξυπνη επιλογή. Είναι ένα σύμπτωμα μιας κατάστασης, στην οποία με άγαρμπο, κουτοπόνηρο και αλαζονικό τρόπο, η δημοσιογραφία καθίσταται ένας αχταρμάς παραπολιτικού κουτσομπολιού, δημοσιοσχεσίτικης ατζέντας και κακού γούστου. Η επιλεκτική επιστράτευση του σαρκασμού το τεκμηριώνει: πως θα αξιολογήσουμε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι με μεγαλόπρεπη σοβαρότητα, υπό τον τίτλο «Βενιζέλος κατά τρόικας: Ζητάμε έγκυρους πολιτικούς συνομιλητές για να διαπραγματευτούμε», η εφημερίδα παρουσιάζει τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης ως ένα πολιτικό γίγαντα της διαπραγμάτευσης, ο οποίος δυσανασχετεί με το χαμηλό επίπεδο των συνομιλητών του;
Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι η εφημερίδα έχει μια παράδοση στον υπερβάλλοντα σαρκασμό, αντί να «πουλάει» τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως αδικημένο Τσόρτσιλ, θα έπρεπε να τον απεικονίζει ως ημίγυμνο δούλο που μαστιγώνεται από μια αδίστακτη «αφέντρα» με το όνομα Τρόϊκα. Ασφαλώς, αυτή τη γελοιογραφία δεν θα τη δείτε στα «Νέα». Γιατί αφενός η εφημερίδα δεν έχει την άνεση να το κάνει, και αφετέρου γιατί αντιμετωπίζει ως «ευκολία» ένα χωρατό μισογυνισμού, ευθυγραμμισμένο με το φαιδρό κλίμα γαλαρίας που επικράτησε στο Κοινοβούλιο την προηγούμενη Κυριακή.
Η κριτική που ακολούθησε στη γελοιογραφία των Νέων από την «Αυγή», το κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από ανεξάρτητα social media αντιμετωπίστηκε είτε ως πολιτική ορθότητα είτε ως τεκμήριο σταλινικής κεκτημένης ταχύτητας. «Που φτάσαμε, να ασκούμε και κριτική στις γελοιογραφίες!» κατακεραύνωσαν ορισμένοι. Πριτς! Απαγορεύται να ασκεί κανείς κριτική στις γελοιογραφίες και μάλιστα όταν η κριτική αυτή θέτει επί τάπητος τη συζήτηση για το βαθμό που τα ελληνικά ΜΜΕ υποτιμούν τις γυναίκες στη πολιτική και στη δημόσια ζωή εν γένει; Είναι θεμιτό τόσο αβασάνιστα να χλευάζει κάποιος δυο γυναίκες, εκλεγμένες αντιπροσώπους στη Βουλή, υπονοώντας ότι επειδή φορούν τακούνια ή είναι κοκέτες δεν δικαιούνται να έχουν δυναμική πολιτική παρέμβαση ή αγωνιστικό ήθος; Θα εφαρμόσουμε τη θεωρία των δυο άκρων και στο επίπεδο των δυο φύλων; Aπό τη μία οι χαζές, και από την άλλη οι μάγκες;
Η απαξιωτική γελοιογραφία των «Νέων» οδήγησε σε ένα αναπάντεχα θετικό συμπέρασμα: απέδειξε ότι τα αντανακλαστικά των πολιτών στα θέματα της δημόσιας σφαίρας είναι γυμνασμένα, οι χοντράδες δεν περνάνε πλέον ως κουτόχορτο, ούτε θα μένουν αναπάντητες. Ο αχαλίνωτος τρόπος, με τον οποίο τα «θεσμικά» μέσα ενημέρωσης βιώνουν την μοναξιά τους είναι μια αφορμή για γιορτή. Λυπούμεθα, κύριοι, οι κοντοχωριανοί δεν ζουν στο Μεσαίωνα. Ας όψεται το wi-fi!