Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΑΠΘ*
Στις 2 Ιουλίου του 1816 ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο, η φρεγάτα «Μέδουσα» ναυάγησε στα ανοιχτά των ακτών της Μαυριτανίας. Το πλοίο βρισκόταν σε επίσημη αποστολή και μετέφερε αξιωματούχους και επιβάτες –παλαιούς και νέους έποικους- προς τη Σενεγάλη, η οποία μόλις είχε επιστραφεί από τους Βρετανούς στη Γαλλία μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων. Ο κυβερνήτης του πολεμικού ήταν ένας αριστοκράτης, ένας κόμης, εξόριστος στα ξένα από τον καιρό της Επανάστασης και του Ναπολέοντα, από το 1789. Ηταν άνθρωπος εμπιστοσύνης του νέου μοναρχικού καθεστώτος, της αριστοκρατικής Παλινόρθωσης, αλλά ολότελα άσχετος με την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Με τη νεοαποκατασταθείσα αριστοκρατική του αυταρέσκεια ο καταστροφικός αυτός καπετάνιος απέκοψε το πλοίο από τον υπόλοιπο στόλο και το οδήγησε στις ξέρες της αφρικανικής ακτής.
Από τους περίπου 400 επιβαίνοντες στο πλοίο –πλήρωμα και επιβάτες- οι 147, μέλη του πληρώματος και επιβάτες, επιβιβάστηκαν σε μια αυτοσχέδια σχεδία που κατασκεύασαν από τα κομμάτια του ναυαγίου. Μέσα στην ταραχή των στιγμών και την απόλυτη ανικανότητα του άρχοντα-καπετάνιου ανοίχθηκαν στη θάλασσα χωρίς τρόφιμα και χωρίς νερό. Η σχεδία βρέθηκε από ένα άλλο πολεμικό στις 17 Ιουλίου. Μόλις 17 από τους επιβαίνοντες σε αυτήν ήσαν ακόμα ζωντανοί. Και γι’ αυτούς όμως ήταν αργά. Οι περισσότεροι πέθαναν τις επόμενες ημέρες βαριά αφυδατωμένοι και με καταστρεπτικές τις επιπλοκές της ηλίασης. Στο παραλήρημά τους, πριν πεθάνουν, είπαν πράγματα φρικτά για όσα έγιναν στη σχεδία τις 15 ημέρες που περιπλανιόταν στην απέραντη θάλασσα.
Το απολυταρχικό καθεστώς θέλησε να ξεχαστεί ετούτη η δυσάρεστη υπόθεση και εξέδωσε και τα σχετικά διατάγματα και τις σχετικές ερμηνείες για τις πράξεις των αρχόντων. Αντίθετα με τις επιθυμίες του ηγεμόνα και των υποτακτικών του όμως, το ναυάγιο της «Μέδουσας» έγινε η πιο διάσημη ναυτική τραγωδία στα παγκόσμια χρονικά. Καθώς οι πράξεις του καθεστώτος απαγορευόταν να σχολιαστούν στις εφημερίδες ή στους δρόμους, η τέχνη ανέλαβε το δύσκολο μέρος. Ο μεγαλύτερος ίσως των ζωγράφων της εποχής, ο Ζερικό, φιλοτέχνησε έναν αριστουργηματικό πίνακα που από το μέγεθός του μόνο (7 επί 5 μέτρα) έδειχνε την πρόθεσή του να κραυγάσει για τις ανομίες του καθεστώτος. Πρόκειται για τη «Σχεδία της Μέδουσας», που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
Επειτα την υπόθεση ανέλαβε ο λαός. Ολοι μας θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια το παιδικό αθώο τραγουδάκι που μιλά για ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Στο οποίο, όπως λέει η ελληνική μετάφραση των γαλλικών στίχων, σε πεντ’-έξι εβδομάδες σωθήκαν «όλες, όλες, όλες οι τροφές». Και η τρομερή επωδός: «Και τότε ρίξανε τον κλήρο… να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…» Στα ανέμελα παιχνίδια όποιας ή όποιου ακουγόταν το όνομα -«και ο κλήρος πέφτει στην ή στον…»- περνούσε μια μικρή δοκιμασία ολότελα δυσανάλογη με την ανάλογη περιπέτεια των ναυαγών της σχεδίας, αυτούς όντως τους έτρωγαν οι απελπισμένοι πλησίον τους…
Και έτσι για δύο ολόκληρους αιώνες κραυγάζουν –χωρίς ίσως να το γνωρίζουν- τα παιδιά όλου του κόσμου για τον άδικο χαμό των μακρινών συνανθρώπων τους, για τον πλήρη ευτελισμό της κοινωνικής λειτουργίας και της ανθρώπινης ζωής που ξεπήδησε από τη ματαιοδοξία του τυραννικού καθεστώτος. Στίγμα ανεξίτηλο για τα καθεστώτα που υπηρετούν τον πλούτο και την αυταρέσκεια των ολίγων σε βάρος της αξιοπρέπειας και της ζωής των πολλών.
Μέρες του Οκτωβρίου 2013 που ζούμε, όπως τις ζούμε, στη ναυαγισμένη Ελλάδα. Στα νοσοκομεία, στους δήμους, στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια, στους παιδικούς σταθμούς, στην καθαριότητα, στην κοινωνική πρόνοια, οι εργαζόμενοι ρίχνουν τον κλήρο να «δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί». Στα εργοστάσια, στα γιαπιά, στα μαγαζιά, στις επιχειρήσεις ο κλήρος πέφτει καθημερινά, αφήνοντας ολοένα και λιγότερους για τις αυριανές κληρώσεις.
Ποιος ασήμαντος, δουλικός στους ισχυρούς, αγέρωχος στους αδύναμους, κυβερνήτης μάς φόρτωσε όλον τον ελληνικό λαό σε μια σχεδία και μας εγκατέλειψε στον ωκεανό χωρίς τρόφιμα και νερό; Ποιο ασήμαντο βρόμικο καθεστώς, υπερφίαλο χάρη σε ξένες εξουσίες και ξένες τράπεζες, ολότελα αδιάφορο για τα πάθη του λαού του μας γύρισε πίσω σε καιρούς κανιβάλων; Ποια άρχουσα τάξη που ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της παρουσία και παραμονή στα σαλόνια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου έκανε την τραγική ιστορία της «Μέδουσας» μέρος της δικής μας ζωής; Γιατί ηχεί επίκαιρα, άλλοτε αφιερωμένος στις διακοπές και τη σχόλη, ο στίχος «Και τότε ρίξανε τον κλήρο…/να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…»;
Τι θα έχουμε να πούμε στα παιδιά μας αύριο όσοι επιζήσουμε από ετούτη τη δοκιμασία; Οτι τάχα μου, σε αντίθεση με τους ναυαγούς της «Μέδουσας», εμείς ρίξαμε τον κλήρο με «κριτήρια» και «μόρια» – πολιτισμένα δηλαδή; Οτι δεχτήκαμε τη μοίρα μας σκυφτά όπως θα έκανε ο κάθε ηττημένος; Οτι χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, αποδεχτήκαμε τον ανίδεο καπετάνιο και το βρόμικο καθεστώς που κρυβόταν πίσω από αυτόν;
Ετούτο το καθεστώς που μας έλαχε, ετούτη η άρχουσα τάξη που μας κυβερνά ολοένα και φέρνει πιο κοντά το απόλυτο δίλημμα: ο θάνατός σου, η ζωή μου. Εάν είναι έτσι, ας μη ζήσει λοιπόν. Ετούτο το φθινόπωρο, την άνοιξη που ακολουθεί, ας προετοιμάσουμε, ας ζήσουμε και εμείς το δικό μας 1830. Την εξέγερση η οποία θα σαρώσει τους άθλιους που εμφανίζονται ως ηγέτες της χώρας μας και ταγοί του λαού μας αλλά και όσους βρίσκονται πίσω από αυτούς –κρυμμένοι– και κανοναρχούν από τα ευρωπαϊκά σαλόνια τους τη μοίρα του λαού μας.
Δεν μας αξίζει η τύχη των ναυαγών της «Μέδουσας».
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι Καθηγητής Σύγχρονης Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013.