Το αστείο έχει τρεις εκδοχές. Η πρώτη ήταν το κλείσιμο της εταιρίας, η δεύτερη, η ανασύστασή της ως ΝΕΡΙΤ, η τρίτη, ύστερα από την εξέγερση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η σχεδιαζόμενη μεταβατική λύση – η μια πιο «αστεία» από την άλλη.
Το αν κάποια από τις δυο τελευταίες επιβληθεί τελικά, είναι αμφίβολο. Το πιθανότερο είναι, ότι το συνολικό εγχείρημα θα μπει στις υποσημειώσεις της ιστορίας – για την καθαυτή ιστορία δεν είναι ούτε αρκετά «πλακατζίδικο», ούτε επαρκώς σοβαρό.
Άθελά του ωστόσο, ο πρωθυπουργός έδωσε το έναυσμα για μια αλλαγή που ήταν ώριμη από καιρό: Εκείνη των δημόσιων μέσων ενημέρωσης.
Οι προτάσεις που ακούγονται είναι πολλές. Ύστερα όμως από όσα έγιναν τις τελευταίες ημέρες, εκείνη που υπερισχύει είναι ότι: Η «Κατοχή» της ΕΡΤ από τα κυβερνητικά κόμματα ήταν χθες, η αυτοδιαχείριση των εργαζομένων είναι το σήμερα και το αύριο.
Όποιος έχει μάτια βλέπει: Η ΕΡΤ δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο ζωντανή και ελκυστική, όσο σήμερα. Το «κλείσιμό» της ισοδυναμεί με διάπλατο άνοιγμα, απελευθέρωση. Η αποχώρηση των «φυτεμένων» διευθυντικών στελεχών, μόνιμων και προσωρινών, δεν έγινε αντιληπτή από κανένα, και δεν βάζει φρένο, αλλά, αντίθετα, δίνει φτερά στους εργαζόμενους. Η κατάργηση του σήματος, το κόψιμο των συχνοτήτων και η διακοπή των τηλεφωνικών γραμμών, δεν τους πτοεί, αλλά τουναντίον τους πεισμώνει. Με αποτέλεσμα, το τρέχον «απρογραμμάτιστο» πρόγραμμά τους να είναι χίλιες φορές καλύτερο από το πρώην γραφειοκρατικά προγραμματισμένο. Έτσι αρχίζει να δημιουργείται εκείνη η ΕΡΤ, έτσι που την ήθελαν πάντα όλοι, αλλά δεν την είχαν ζήσει ποτέ.
Κοντά στο νου κι η πράξη: Οι συζητήσεις για νέα μοντέλα οργάνωσης δεν φτάνει. Εκείνο που πρέπει να διασφαλιστεί άμεσα είναι ότι γίνεται ακριβώς τώρα: Η απεξάρτηση από τις κυβερνητικές και κομματικές εξουσίες και η αυτοδιαχείριση των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα, από τη διοίκηση έως την κατάρτιση και τη ροή του προγράμματος.
Ουτοπία; Ναι, αλλά όπως έλεγε ο Έρνστ Μπλοχ, μια ρεαλιστική. Όραμα απτό, που αν πραγματωθεί, θα βάλει τέρμα στην αιώνια δυστοπία της Νέας Δημοκρατίας, του Πασοκ.
Χωρίς προσφυγή στις εμπειρίες άλλων χωρών βέβαια δεν γίνεται. Το BBC στη Μεγάλη Βρετανία, η ARD και το ZDF στη Γερμανία, η France Televisions (2,3,4,5) στη Γαλλία, καθώς και τα δημόσια τηλεοπτικά ιδρύματα στις σκανδιναβικές χώρες, αποτελούν υποδείγματα απεξάρτησης από την κρατική εξουσία. Η ανεξαρτησία τους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Το ίδιο και ο δημόσιος χαρακτήρας τους. Και μόνο από αυτό θα μπορούσε λοιπόν να κερδίσει πολλά και η ΕΡΤ.
Ακόμα περισσότερα θα μπορούσε να κερδίσει όμως από τον ελβετικό SRF, που είναι οργανωμένος στη βάση της αυτοδιαχείρισης ως πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου – κόβοντας δηλαδή και την έμμεση σύνδεση με το κράτος ως ΔΕΚΟ, ή ως οργάνωση δημοσίου δικαίου.
Όμως όλα αυτά τα «κέρδη» από το εξωτερικό χλωμιάζουν μπροστά στα υπερκέρδη, που παράγουν σήμερα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ: Αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, κατάργηση των περιττών ιεραρχιών, ελευθερία έκφρασης. Και άνοιγμα του ιδρύματος σε όλη την κοινωνία.
Κι αυτό ακριβώς πρέπει τώρα να κεφαλοποιήσουν τώρα με θεσμικό τρόπο. Η ΕΡΤ θα μπορούσε έτσι να γίνει η ίδια μοντέλο για ξένους σταθμούς, όχι αντίγραφό τους. Εξελίσσοντας κυρίως αυτό που είναι ήδη σήμερα: Μια αυτοτελής και αυτοδιευθυνόμενη οργάνωση, που θα συσταθεί από τις συνελεύσεις όλων των εργαζόμενων (εκείνων τουλάχιστον που ενδιαφέρονται) στον κλάδο. Η χρηματοδότησή της, όπως έδειξε το παρελθόν, είναι επιλύσιμο πρόβλημα: Το ανταποδοτικό τέλος. Και το μόνο που θα πρέπει να κάνει το κράτος γι αυτήν, είναι η αναγνώριση της αυτονομίας της – τίποτα άλλο.
Το εκ νέου άνοιγμα της ΕΡΤ δεν πρέπει πάντως σε καμιά περίπτωση να σημάνει κατρακύλησμα στα παλιά: στις παλιές αυταρχικές δομές και στα παλαιοκομματικά πρόσωπα, όπως τον Γκίκα Μάναλη, τον Αιμίλιο Λιάτσο, τους ειδικούς συμβούλους και το υπόλοιπο κακό συναπάντημα. Αυτό θα σήμαινε επιστροφή στο Μεσαίωνα.
Κάθε αρχή και δύσκολη: Σε αυτήν περιλαμβάνεται και η ανάγκη αυτοκριτικής αρκετών δημοσιογράφων και παρουσιαστών, που ήταν κήρυκες της μνημονιακής πολιτικής, καθώς και της καμπάνιας κατά των – όπως τους αποκαλούσαν – «λαθρομεταναστών». Ένα μίνιμουμ «εξιλέωσης» θα ήταν να τους ζητήσουν δημόσια συγνώμη και να τους προσκαλέσουν στις συγκεντρώσεις της ΕΡΤ.
Η αρχή αυτή έχει όμως και ευχάριστες όψεις. Και αυτό φάνηκε στα στούντιο της ΕΡΤ, στα παρέλασε ένας υπέροχος άγνωστος κόσμος. Και πολύ εύγλωττος. Καμιά σύγκριση με τις ανιαρές «φάτσες» και τον εν πολλοίς ασυνάρτητο λόγο, εκείνων που κυριαρχούσαν για δεκαετίες στα πάνελ και στις εκπομπές των σταθμών. Οι «φωνακλάδες» ιδίως της Νέας Δημοκρατίας δεν τολμούν ξαφνικά να εμφανιστούν στο γυαλί – παρά τις προσκλήσεις που παίρνουν γι αυτό. Η αντιπαραβολή με τα νέα πρόσωπα προφανώς τους τρομάζει.
Χάρη στην ΕΡΤ, η πολιτική ατζέντα έχει αλλάξει συθέμελα. Σήμερα δεν μιλάει κανείς για τη Χρυσή Αυγή. Αλλά και η τελευταία έχει φάει προσωρινά τη γλώσσα της. Το ίδιο ισχύει και για τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που βασανίζονται κι αυτά προφανώς από τύψεις συνείδησης για «την κατάρα της κακής πράξης».
«Το μαύρο της κόλασης» – έτσι χαρακτήρισε ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος τις σκοτεινές οθόνες στα κανάλια που εξέπεμπε η ΕΡΤ. Άλλοι, ωστόσο, το βλέπουν διαφορετικά. Ο κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, μιλά για «φωτεινό μαύρο», με την έννοια της ανέλπιστης ευκαιρίας που προσέφερε το σβήσιμό τους. Όπως εκείνο σε κάποια έργα τουΓιάννη Κουνέλλη, όπου δεκάδες σακιά με κάρβουνα φωτίζουν με ανείδωτο τρόπο την πρώτη φάση της βιομηχανικής επανάστασης. Ή, το «μαύρο τετράγωνο» του Κάζιμιρ Μάλεβιτς, που πριν έναν αιώνα έγινε η φωτιστική αφετηρία κάθε μοντέρνας ζωγραφικής.
Ο κ.Σαμαράς δεν φαίνεται ωστόσο να καταλαβαινει πολλά από χρώματα. Και ιδίως από την ακτινοβολία τους. Με αποτέλεσμα να τυφλώνεται κοιτώντας τη φαινομενική μαυρίλα των οθονών της ΕΡΤ. Να παραβλέπει τις αντιδράσεις στο μαύρισμα. Και να επαναλαμβάνει τυφλά το ανέκδοτο περί «μεταρρύθμισης» της ΕΡΤ. Κάνοντας έτσι να γελά μαζί του και το παρδαλό κατσίκι – στην Ελλάδα και το εξωτερικό.