Του Ανδρέα Πετρουλάκη
Ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας. Η σημερινή Βουλή καλείται να αποφασίσει αν έχει γίνει γενοκτονία Ελληνοκυπρίων στην Βόρεια Κύπρο ή Ελλήνων μειονοτικών στην Νότιο Αλβανία. Νομίζω θα συμφωνήσουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό της Εθνικής Αντιπροσωπείας θα υπερψηφίσει την εκδοχή που απλώς πλειοδοτεί με τον εμφατικότερο τρόπο στο αίσθημα αδικούμενου και καταδιωκόμενου έθνους, που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και των πολιτικών μας. Έστω και αν μια τέτοια ψήφος θα ήταν ανιστόρητη και αντιεπιστημονική είναι σίγουρο ότι θα εύρισκε πολλούς, περισσότερο ή λιγότερο ψεκασμένους, οπαδούς. Για αυτό θα ήταν εξαρχής λάθος μία τέτοια ψηφοφορία.
Το λάθος αυτό έγινε το 1994. Η Βουλή πήρε την απόφαση ότι υπήρξε γενοκτονία των Ποντίων στο διάστημα από το 1914 ως το 1923. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στην απόφαση που καθιερώνει την 19η Μαϊου ως ημέρα εθνικής μνήμης για τα θύματα του Κεμάλ. Μιλώ για τον χαρακτηρισμό “γενοκτονία”. Δεν ήταν δουλειά της, δεν είναι αυτό αντικείμενο των Κοινοβουλίων αλλά των επιστημόνων. Όπως θα ήταν αδιανόητο να αποφασίσει μια τυχαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία αν υπάρχει σωματίδιο του Χιγκς, έτσι δεν επιτρέπεται να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, που διχάζει τους ιστορικούς ακόμα και σήμερα. Άνθρωποι που είναι αμφίβολο αν γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στους όρους «γενοκτονία», «εθνοκάθαρση», «εγκλήματα πολέμου» ή «θύματα πολέμου», καλούνται να πάρουν απόφαση με γνώμονα τις περισσότερες φορές κάποιο εθνικό παραμύθι. Δυστυχώς στον δημόσιο βίο την πιο πολλή φασαρία κάνουν εκείνοι που τα επιχειρήματά τους τα αντλούν από το γνωστικό οπλοστάσιο «μα τι λέτε; τόσα έργα έχουμε δει στο σινεμά», που πρόσφατα επικαλέστηκε ένας τηλεοπτικός αστέρας.
Ας μην ξεχνούμε ότι ο διωγμός των Ποντίων επιχειρήθηκε να χαρακτηριστεί αναδρομικά με τον όρο «γενοκτονία» που καθιερώθηκε από τον ΟΗΕ, με αφορμή το Ολοκαύτωμα, μόλις το 1948. Εξ αντικειμένου υπάρχει το ευένδοτο σημείο της ερμηνείας μιας άλλης εποχής με σύγχρονους όρους. Την εποχή των αρχών του αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή, εκκαθαρίσεις εθνικής καθαρότητας δεν έκαναν μόνο οι Νεότουρκοι αλλά και το σύνολο σχεδόν των Βαλκανικών λαών, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν εθνικούς ζωτικούς χώρους που θα φιλοξενούσαν τα νεοπαγή κράτη. Ας παραμερίσουμε την ασυμφωνία των ιστορικών για την έκταση της σφαγής των Ποντίων – είτε 350.000 ήσαν τα θύματα είτε 50.000 το έγκλημα ήταν μεγάλο. Απλώς τότε χαρακτηριζόταν ως “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας” και όχι γενοκτονία. Καταλαβαίνουμε ότι σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει βάσιμο υλικό επιστημονικής συζήτησης και στα δύο στρατόπεδα μόνο που η προσέγγιση οφείλει να είναι ακριβώς αυτό. Επιστημονική και όχι πλειοψηφική.
Αυτό φαντάζομαι είναι, πάνω κάτω, το πνεύμα με το οποίο μίλησε η Μαρία Ρεπούση προχτές. Και ξύπνησαν μεμιάς εθνικιστικά φαντάσματα αντί να αφυπνισθούν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μας και να εστιαστούν στον κίνδυνο που επεσήμανε η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ. Γιατί το ένα λάθος, του 1994, κινδυνεύει να γεννήσει και ένα δεύτερο στις μέρες μας, εφόσον παραμείνει ως έχει και ψηφιστεί, τώρα ή στο μέλλον, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Κανείς ιστορικός (ή οποιοσδήποτε άλλος) της αντίθετης άποψης, εφόσον υπάρχει η απόφαση της Βουλής, δεν θα μπορεί να τοποθετείται δημόσια στο θέμα των διώξεων των Ποντίων, δηλαδή να τεκμηριώνει την επιστημονική του θέση, διότι θα είναι παράνομος. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για πολλά άλλα θέματα ανάγνωσης της Ιστορίας και αυτό θα είναι ήττα του πολιτισμού μας.