Η Ελένη Αντωνιάδου, γυναίκα ερευνήτρια της χρονιάς για τη Μ. Βρετανία |
Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Κάθε φορά που διαβάζω μια διάκριση κάποιου Έλληνα στο εξωτερικό, είναι φυσικό να χαίρομαι. Δεν αισθάνομαι, βέβαια, την ίδια ικανοποίηση με τον Ελβετό, τον Αμερικανό ή τον Άγγλο. Εκείνοι μπορεί να είναι περήφανοι για τους συλλογικούς μηχανισμούς αριστείας της κοινωνίας τους, ενώ εγώ για την αποθέωση της «πεφωτισμένης ατομικότητας», που συνεχίζει να ωθεί τους Έλληνες στους παγκόσμιους αστερισμούς των αρίστων.
Μια ωραία Ελένη -αυτός ο τόπος έχει πάντα μια ωραία Ελένη- από τη Θεσσαλονίκη, εμπνεύστηκε μία πρωτότυπη επιστημονική ιδέα, επέλεξε ένα νεοσύστατο τμήμα σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο, έφυγε έξω για μεταπτυχιακό, έγινε πρωτοπόρος σε ιατρική έρευνα, άρχισε να σώζει ζωές και μετρά, πλέον, στην Αμερική εννέα υποτροφίες για το διδακτορικό της. Η Ελένη είναι η γυναίκα-επιστήμονας της χρονιάς στη Βρετανία.
Για όποιον παρακολουθεί τις δημοσιεύσεις που αφορούν στο χώρο της Παιδείας, είναι πλέον σαφής η αύξηση των βραβεύσεων Ελλήνων μαθητών, φοιτητών και νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Δεν πρόκειται όμως για καμία επανάσταση στην ελληνική εκπαίδευση. Αντίθετα, τα ποσοστά του ΟΟΣΑ, για τον μέσο όρο των Ελλήνων μαθητών, μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις. Δυστυχώς, επιμένουμε ακόμα στο αποτυχημένο μοντέλο της «εθνικής αγωγής». Γι΄ αυτό και ο μέσος όρος είναι θλιβερός. Από κεκτημένη ταχύτητα, τα προγράμματα του υπουργείου Παιδείας δεν μπορούν να ξεφύγουν από την εποχή του Ζαμπέλιου και του Παπαρρηγόπουλου, εμπνευστών του “ελληνοχριστιανικού πολιτισμού”. Και είναι πραγματικά τραγικό, ολόκληρος ο δυτικός κόσμος να είναι «ελληνικός» κι εμείς να μένουμε κολλημένοι σε ένα αναχρονιστικό δόγμα συντηρητισμού και μίζερου λαικισμού. Θλιβερά δείγματα είναι η κιτς εικόνα του αγιασμού με τον διευθυντή του σχολείου ανάμεσα στον πολιτικάντη δήμαρχο και τον παπά, οι καθημερινές προσευχές, οι παρελάσεις, οι επέτειοι, η μονοδιάστατη διδασκαλία του παρελθόντος και η κάθετη, παθητική, γλωσσική αγωγή.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν αυτό τον απαράδεκτο μέσο όρο που πατώνει στις διεθνείς έρευνες. Από την άλλη όμως, το φαινόμενο των διακρίσεων για τους άριστους, δείχνει μια δυναμική εξωστρέφεια των εξατομικευμένων περιπτώσεων. Η επικοινωνία με τον υπόλοιπο πλανήτη είναι πλέον άμεση, στα σχολεία εμφανίζονται όλο και περισσότεροι νέοι καθηγητές με όραμα και διάθεση, οι οικογένειες των μαθητών αναζητούν πιο πολλές διεξόδους σε άλλες ανοιχτές κοινωνίες, τα ευρωπαϊκά προγράμματα αυξάνονται και η διάθεση των ικανών για δημιουργία πολλαπλασιάζεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα. Με λίγα λόγια, έξω από το πρόγραμμα του σχολείου και συνήθως εκτός Ελλάδας, βρίσκονται άπειρα κίνητρα καταξίωσης και δημιουργίας που ο νέος άνθρωπος τα βρίσκει πολύ ευκολότερα και τα εκμεταλλεύεται.
Τι να το κάνεις, όμως; Πόσο άδικο είναι να ζεις σ΄ έναν τόσο όμορφο τόπο σαν τον δικό μας και να σ΄ αρνιέται τη δημιουργία! Δεν είναι τρελό να ψάχνεσαι σε τόσα ανήλιαγα μέρη του πλανήτη να βρεις διέξοδο στα όνειρά σου, αφήνοντας πίσω τον δικό σου παράδεισο; Είμαι πλέον πεπεισμένος πως αν δεν επαναπροσδιορίσουμε τι ακριβώς είναι Έλληνας, θα περάσουν πολλές δεκαετίες ακόμα μέχρι να «ενωθούμε» με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι τόσο δύσκολο να πάρουμε μαγιά από τόσα σημαντικά, σύγχρονα πρόσωπα που διαπρέπουν στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να πάμε στους Αρχαίους για να ξαναφτιάξουμε τον Έλληνα, εδώ τον έχουμε. Ας διακρίνουμε την ελεύθερη σκέψη, την εξωστρέφεια, την αναζήτηση του καινούριου, τη δημιουργικότητα, την κατάφαση στη ζωή, την έρευνα, την παραγωγικότητα στην οικονομία και, πάνω απ΄ όλα, την οικουμενική συνείδηση! Όλοι οι σπουδαίοι πολιτισμοί στήθηκαν πάνω στην οικουμενικότητα και πολύ περισσότερο ο ελληνικός. Πώς γίνεται αυτό να μην το καταλαβαίνουμε;
Αυτή η συζήτηση κάποτε πρέπει να αρχίσει. Βιώνουμε μια τεράστια πολιτισμική κρίση και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι ρίζες της βρίσκονται στην «εθνικολαϊκιστική» μας μιζέρια. Από τη μία σπεύδει να μας διδάξει ιστορία η Χρυσή Αυγή κι από την άλλη η ανεύθυνη Αριστερά αποθεώνει τον συντηρητισμό, με την ταξική καπηλεία της εθνικής συνείδησης.
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη ανάταση στα ελληνικά σχολεία και στα πανεπιστήμια. Καμία διεθνής διάκριση δεν είναι αυτοσκοπός. Το ζήτημα είναι να φτιάξουμε έναν όμορφο, γενναίο και έξυπνο εκπαιδευτικό κόσμο, γεμάτο εργαστήρια, εταιρείες έρευνας και τεχνολογίας, καινοτομίες, κλασικές σπουδές, διαγωνισμούς, όπου θα βρίσκουμε χιλιάδες ευκαιρίες για να αισθανόμαστε γεμάτοι και όμορφοι. Θέλουμε πολλά δημιουργικά κίνητρα για να χαρούμε αυτόν τον ήλιο, το απέραντο γαλάζιο και τη βαθιά πολιτιστική μας συνείδηση. Δεν έχει νόημα να κυνηγάμε τη ζωή μας χωρίς ευθύνη, σε αδειανά πουκάμισα και «τρωικές Ελένες». Κάθε αληθινή Ελένη, σαν την ωραία Ελένη Αντωνιάδου της ΝΑSΑ Αcademy, τη θέλουμε κοντά μας. Γιατί οτιδήποτε ελληνικό υπήρξε σ΄ αυτόν τον κόσμο ήταν δυνατό, ωραίο και πάντα οικουμενικό.