Όταν συναντάς αυτές τις στενές μέρες ένα φίλο, ελεύθερο επαγγελματία κι άνθρωπο της πιάτσας και της αγοράς, είναι καθιερωμένο πια να ρωτήσεις όχι πώς πάνε τα κέφια ή τα προσωπικά του αλλά η δουλειά πώς πάει—αυτή είναι πλέον το βαρόμετρο για όλα τ’ άλλα (αν βέβαια υπάρχει ακόμη).
Δεν είχα, είναι αλήθεια, στο νου μου το παραπάνω αξίωμα, όταν έκανα την ίδια ερώτηση και σε φίλο, επιφανή γυναικολόγο, όταν τον πέτυχα πρόσφατα, και -ώ του θαύματος- είχε και αυτός την κλασσική αντίδραση του αναπόφευκτου ξεφυσήματος . Θεωρούσα πως η ειδικότητά του είναι εκτός «κινδύνου» και δε χαμπαριάζει από κρίση, περικοπές και μειώσεις. Η απάντησή του ήταν αποστομωτική με όση ψύχρα μπορούν να δώσουν οι αμείλικτοι αριθμοί (μ’ όλη τη στρογγυλοποίηση, που έχει μια κουβέντα στη μέση του δρόμου). Με τα νούμερα στο περίπου, δεν ήρθαν στην Ελλάδα τη χρονιά που πέρασε κάποιες λιγότερες χιλιάδες μωράκια, μια και τα στατιστικά λένε πως είχαμε μια μείωση γεννήσεων άνω του 20% σε σχέση με τις 110.000 γεννήσεις (συμπεριλαμβανόμενης και της εξωσωματικής) του 2011. Κι όσο κι αν είναι σοβαρό το πλήγμα στο εισόδημα ιατρών, νοσοκόμων, νοσηλευτηρίων, κλινικών και καταστημάτων ειδών μπεμπέ, δε γίνεται να μη μείνεις έκπληκτος μπρος στο μέγεθος της απώλειας. Ναι, χοντρικά πάνω από είκοσι δύο χιλιάδες νέοι Έλληνες και νέες Ελληνίδες δε θα υπάρξουν κι αυτό πέρα από τις σταθερές αιτίες της υπογεννητικότητας στη χώρα, που υπήρχαν και πριν το 2012.
Η Κρίση και η ψυχολογική επιβάρυνση, που την ακολουθεί όχι μόνο είναι εδώ αλλά και προδιαγράφει και υποσκάπτει το μέλλον. Ειδικοί θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια και τεκμηρίωση να μιλήσουν για τις αιτίες του φαινομένου αλλά κι ο καθένας θα μπορούσε να απαριθμήσει τον φόβο και την ανασφάλεια, την οικονομική δυσπραγία και τη φτώχια, την ανεργία, την ερωτική κάμψη, την παρακμή του θεσμού του γάμου και της οικογένειας και πολλά άλλα. Πιο απλά με 586 ευρώ (άντε και με τα διπλά λέω ο γενναιόδωρος, αν δουλεύουν κι οι δυο) δεν κάνεις οικογένεια ούτε και παιδί.
Καταφεύγοντας στον Γουγλιανό τον ανιχνευτή (πιο οικεία Google), βρίσκω στο αφιέρωμα του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων για τα 50 χρόνια από τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου, πως οι νεκροί του αδελφοκτόνου πολέμου ήταν 15.969 για τη μια πλευρά και 38.839 για την άλλη, σύνολο 54.808 νεκροί . Ζορίζοντας περαιτέρω τον Γουγλιανό, ανακαλύπτω πως ο συνολικός αριθμός των ένστολων Ελλήνων, που έχασαν τη ζωή τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν , κατά Wikipedia, 88.300 ενώ οι πολίτες που έπεσαν θύματα, κατά την ίδια πηγή ανέρχονται σε 325.000 νεκρούς.
Οι διαιρέσεις είναι απλές και τα συμπεράσματα αβίαστα. Στη διάρκεια του 2012, μετά από όλα, όσα μας βρήκαν, φαίνεται να μετρήσαμε και να καταγράψαμε εθνικές απώλειες εφάμιλλες περίπου των δυο πέμπτων ενός τετραετούς τουλάχιστον εμφυλίου ή του ενός τετάρτου των ενόπλων πεσόντων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν προσπαθήσουμε να μικρύνουμε το κλάσμα και πιθανώς τις εντυπώσεις, ας παραδεχτούμε πως σ’ ένα χρόνο είχαμε έλλειμμα ζωών, που ισούται με το ένα δέκατο τρίτο των νεκρών πολιτών των τεσσάρων χρόνων της Κατοχής.
Όσο και να προσπαθήσεις να το απαλύνεις, δε νομίζω πως αντιμετωπίζεται. Κανείς άλλωστε δε θα μπορέσει ποτέ ν’ απαντήσει πειστικά στο ερώτημα τι είναι το πιο βαρύ: οι ζωές ανθρώπων, που ήρθαν και άδικα χάθηκαν ή οι ζωές εκείνων, που δεν ήρθαν ποτέ.