Ο Α πυροβολεί και σκοτώνει τον Β», «ο Α συνάπτει σύμβαση πώλησης με τον Β», «το Α κόμμα έχει 151 βουλευτές και το Β 120» κ.ο.κ. Κάπως έτσι είναι διατυπωμένες όλες οι ασκήσεις που λύνουν οι φοιτητές της Νομικής για τα μαθήματα του Ποινικού, του Αστικού ή του Συνταγματικού Δικαίου. Όταν, προ αμνημονεύτων, ήμουν και εγώ πρωτοετής, αναρωτιόμουν τι αμαρτίες πληρώνω και η μισητή άλγεβρα με κυνηγά ακόμα στα αμφιθέατρα της οδού Σίνα. Τι δουλειά έχουν τα μαθηματικά σύμβολα ανάμεσα στους νόμους και τα διατάγματα;
Με τον καιρό όμως αντιλήφθηκα τη σπουδαία λειτουργία που διαδραματίζουν. Σκοπό έχουν να εμφυσήσουν στον αυριανό εφαρμοστή του δικαίου μια από τις σπουδαιότερες αρετές: Την αμεροληψία. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς αντικειμενικότητα. Ο φοιτητής γαλουχείται να μεταχειρίζεται ίδια πραγματικά περιστατικά με τον ίδιο νομικά τρόπο. Ο Α πυροβολεί και σκοτώνει τον Β γιατί δεν έχει σημασία ποιος είναι ο Α και ποιος ο Β. Είτε ο Α φοράει μαύρη είτε κόκκινη μπλούζα, είναι αδιάφορο. Θα αξιολογηθεί για τη συγκεκριμένη πράξη του και όχι για τα πολιτικά ή θρησκευτικά του πιστεύω. Ο Β είναι Β γιατί δεν έχει σημασία αν το θύμα είναι Έλληνας ή αλλοδαπός, λευκός ή μαύρος. Την προστασία της ανθρώπινης ζωής απολαμβάνει στο ελληνικό κράτος ο κάθε Β. Αντιστοίχως, η προθεσμία αποσβεστικής προθεσμίας (παραγραφής σε άπταιστα δημοσιογραφικά!) είναι η ίδια είτε ο κατηγορούμενος υπουργός ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, είτε ανήκει στη ΝΔ, είτε σε άλλο κόμμα.
Παρακολουθώντας όμως κανείς τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα παρατηρεί μια διαρκή και συστηματική ασυνέπεια στις απόψεις που διατυπώνονται. Μια ασυνέπεια που μολύνει τον δημόσιο λόγο με το δηλητήριο της μεροληψίας, αφαιρώντας κάθε ψήγμα αξιοπιστίας από τις δημόσιες τοποθετήσεις. Σε ζητήματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη, ασκήθηκε κριτική εντελώς αντιφατική, άλλοτε θετική άλλοτε αρνητική με γνώμονα το ποιος λέει κάτι, και όχι το τι ακριβώς λέει. Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αν μπορούμε να ασκούμε κριτική στις αποφάσεις των δικαστηρίων, πήραμε τόσο αντιφατικές απαντήσεις από τα ίδια πρόσωπα που μόνο αν έπασχαν από διαταραχή διπλής προσωπικότητας θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν. Όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη στον κ. Βαξεβάνη για τη δημοσιοποίηση της λίστας Lagarde, σύσσωμα τα κόμματα έσπευσαν να κατακρίνουν τη δικαστική αυτή ενέργεια. Όταν όμως ασκήθηκε δίωξη στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ για παραποιημένα στατιστικά και ο κ. Παπανδρέου κατέκρινε τους εισαγγελικούς χειρισμούς, ορισμένα κόμματα καθώς και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έβαλλαν κατά του πρώην αρχηγού του ΠΑΣΟΚ με το σκεπτικό ότι η κριτική συνιστά επέμβαση στο έργο της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Δηλαδή, μπορούμε να κάνουμε κριτική στη δικαιοσύνη όταν κατηγορείται ο Α αλλά όχι όταν κατηγορείται ο Β! Στο ερώτημα αν πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, η απάντηση που δίνεται είναι θετική όταν ακυρώνεται η κατασκευή του γηπέδου του Παναθηναϊκού, αλλά αρνητική όταν το ΣτΕ αποφαίνεται πως πρέπει να συνεχιστεί η κατασκευή των μεταλλείων χρυσού στη Χαλκιδική. Όταν ξεκινάει διάλογος για το αν πρέπει οι ιερείς να αμείβονται από το κράτος, ζητωκραυγάζουμε όταν η πρόταση γίνεται από κάποιον του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού χώρου και λιθοβολούμε όταν η ίδια πρόταση κατατίθεται από κάποιον του λεγόμενου αριστερού χώρου.
Τα φαινόμενα Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ είναι τόσα πολλά στα πολιτικά δρώμενα ων ουκ έστιν αριθμός. Μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει τους πολιτικούς να κάνουν τόσο χονδροειδείς μεταστροφές στις απόψεις τους. Είναι θεμιτό το κλείσιμο των δρόμων από τους αγρότες, μας λένε όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, είναι καταστροφικό, διακηρύττουν όταν είναι στην Κυβέρνηση. Οι a la carte τοποθετήσεις πέρασαν σιγά σιγά και στον δημοσιογραφικό λόγο, ο οποίος παρακολουθεί με απαράμιλλη συνέπεια τη διγλωσσία του πολιτικού λόγου. Δυστυχώς, η ραγδαία πολιτικοποίηση της κοινωνίας συνοδεύτηκε από την οπαδοποίηση των απόψεών της. Τα social media μετέτρεψαν τον καθέναν μας σε έναν μικρό πολιτικό ή έναν περιφερειακό δημοσιογράφο. Αναδεικνύουμε σαν πρότυπο τον παλαιάς κοπής αντιφατικό λόγο και δεν επενδύουμε στη λογική και στα επιχειρήματα. Αποκτήσαμε και εμείς δύο μέτρα και δύο σταθμά στις σύντομες απόψεις μας στο twitter. Στο καφενείο δικαιολογούμε τα αδικαιολόγητα του κόμματός μας με την ίδια πυγμή που δικαιολογούμε το φαλτσοσφύριγμα του διαιτητή υπέρ της ομάδας μας. Η πολιτική, ως διάχυτη διαδικασία παραγωγής θέσεων, νοσεί από πανδημία παραφροσύνης.
Η διαστροφή της λογικής διαστρέφει και την ιδέα της δικαιοσύνης. Όχι κατ’ ανάγκη τής υπό στενή έννοια δικαιοσύνης που απαντάται στις δικαστικές αίθουσες, αλλά της ευρύτερης που πρέπει να παρίσταται ως αγαθό ζωτικής σημασίας στην καθημερινή μας ζωή. Ακόμη περισσότερο της δικαιοσύνης υπό πλατωνική έννοια, δηλαδή την επίτευξη αρμονικής σχέσης ανάμεσα στη λογική και στο θυμοειδές μας. Αλήθεια, για πόσο ακόμα θα μπορούμε να υπερασπιζόμαστε την Α θέση και την επόμενη μέρα τη διαμετρικά αντίθετή της, διατηρώντας την ψυχική μας γαλήνη;
Στο Master Chef, οι τρεις συμπαθείς κριτές αξιολογούν τα πιάτα των διαγωνιζομένων δίχως να γνωρίζουν σε ποιον ανήκει το καθένα. Με αυτόν τον τρόπο δεν δεσμεύεται η αντικειμενικότητα της κρίσης τους από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Κρίνουν τα πιάτα ανάλογα με την αξία τους. Μήπως θα έπρεπε και εμείς να σταθμίζουμε τα επιχειρήματα και τις απόψεις που ακούμε σύμφωνα με την πειστικότητά τους και μόνο; Ας αφήσουμε στο πλάι το ποιος μιλάει, το γιατί μιλάει, το γιατί μιλάει τώρα και ας ακούσουμε τι έχει να πει. Αν βάλουμε κατηγορήματα σαν το «ο Α πυροβολεί και σκοτώνει το Β» στην άρθρωση των επιχειρημάτων μας θα μας βοηθήσει να γίνουμε και πιο λογικοί, αλλά και πιο δίκαιοι. Ίσως τότε δούμε πως συμφωνούμε σε πολύ περισσότερα από όσα νομίζαμε. Σε περίπτωση που σας κουράζουν και σας τα μαθηματικά σύμβολα, δείτε τα επιχειρήματα σαν πιάτα. Το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο: Με κλειστά μάτια θα διαλέξετε την άποψη που τέρπει περισσότερο τη λογική σας. Η δικαιοσύνη, είτε στα δικαστηριακά έδρανα είτε στην κουζίνα, είναι και πρέπει να μείνει τυφλή.