Την Παρασκευή, 4 Ιανουαρίου, το βράδυ, τηλεφώνησα στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Ήταν σπίτι του. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε την επομένη. Να συζητήσουμε για τη λίστα Λαγκάρντ και τις κατηγορίες που του αποδίδονται.
Εδώ κάνω μια παρένθεση, για να πω, πως η προηγούμενη επικοινωνία μας ήταν πριν μία εβδομάδα. Στις 28 Δεκεμβρίου. Ημέρα Παρασκευή και πάλι. Πρωί τότε. Οι φήμες ότι ήταν οι εξαδέλφες του τα τρία ονόματα που είχαν διαγραφεί από το πρώτο CD των Γάλλων είχαν αρχίσει να φουντώνουν. Τον πήρα τηλέφωνο για επιβεβαίωση. Ήταν στην Ολλανδία με την οικογένειά του. «Ξέρεις Γιώργο, εδώ στην Αθήνα είναι έντονες οι φήμες ότι από τη λίστα έχουν διαγραφεί ονόματα συγγενών σου» του είπα. «Το ξέρω και πάω να πάθω εγκεφαλικό» μου είπε και προσέθεσε. «Πήρα τηλέφωνο την εξεδέλφη μου την Ελένη και τη ρώτησα αν είναι αυτή και γιατί δεν μου έχει πει τίποτε. Γιατί να σου πω, μου είπε. Εγώ και ο άντρας βγάζουμε πολλά λεφτά από τη δουλειά μας και μπορούμε να τα δικαιολογήσουμε». «Εσύ δεν το ήξερες;» τον ρώτησα. «Όχι». «Ήταν στην πρωτότυπη λίστα;» «Πρέπει να ήταν». «Δεν διάβασες τα ονόματα;» «Όχι, δεν ήταν λίστα με ονόματα, αλλά ηλεκτρονικά αρχεία». Σταμάτησα εδώ. Είχα την επιβεβαίωση ότι όντως ήταν οι εξαδέλφες του με τους συζύγους τους στη λίστα και έδωσα το Ο.Κ. να ανέβει η είδηση στο matrix24.gr.
Κλείνει η παρένθεση, και επανέρχομαι στη νέα μας επικοινωνία. Όπως είχαμε συμφωνήσει βρεθήκαμε το Σάββατο. Το πρωί. Θα κατέβαινε στην Αθήνα από την Κηφισιά για κάποιες δουλειές που είχε, μεταξύ των οποίων να συναντήσει και τους δικηγόρους του, ενώ εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω για Σαββατοκύριακο στο Αγρίνιο. Το αναφέρω αυτό μόνο και μόνο για να δείξω ότι δεν ισχύουν οι «πληροφορίες» ότι δήθεν είναι αποκλεισμένος στο σπίτι του και δεν τολμάει να ξεμυτίσει από αυτό.
«Πως είσαι, έχεις ηρεμήσει καθόλου;» είναι το πρώτο πράγμα που τον ρωτάω. «Κάπως ναι» μου απαντάει. «Το κλίμα αρχίζει λίγο να ισορροπεί σε σχέση με την ανθρωποφαγία των προηγούμενων ημερών, που είχαν πέσει όλοι πάνω μου και ζητούσαν εδώ και τώρα να με σταυρώσουν. Έχουν αρχίσει και βγαίνουν πλέον και δημοσιεύματα που διατυπώνουν αμφιβολίες ακόμη και ισχυρές ενστάσεις γι’ αυτά που με κατηγορούν».
Τον παρατηρώ καλά όση ώρα μιλάει. Είναι ψύχραιμος. Όχι με εκείνη την παροιμιώδη ψυχραιμία που τον ξέραμε όλοι οι Έλληνες όταν ήταν υπουργός, αλλά ψύχραιμος. Όμως στο πρόσωπό του και ειδικά στα μάτια του, αλλά και στη στάση του σώματός του, είναι αποτυπωμένη η ένταση που συνεχίζει να βιώνει. Στη χροιά των λόγων του αντιλαμβάνεσαι να συνυπάρχουν το παράπονο, ο θυμός και η απόγνωση.
«Το σκέφτεσαι» μου λέει, «εγώ που έφερα τη λίστα, εγώ που άλλαξα τη νομοθεσία και έκανα κακούργημα τη φοροδιαφυγή πάνω από 150.000 ευρώ, εγώ που έκανα το θεσμό του οικονομικού εισαγγελέα, εγώ που έδωσα εντολή να γίνει μια πρώτη έρευνα από τον Καπελέρη…». «Γιατί μόνο σε λίγα πρόσωπα;» τον διακόπτω. «Επειδή αυτά είχαν το μεγαλύτερο ποσόν των καταθέσεων που υπήρχαν στη λίστα». Συνεχίζει, «εγώ που παρέδωσα στον Διώτη το στικάκι για να κάνει έρευνα, εγώ που τα έκανα όλα αυτά να κατηγορούμαι ότι έβγαλα από τη λίστα τις ξαδέλφες μου, με τις οποίες δεν έχω και ιδιαίτερες σχέσεις, να κατηγορούμαι ότι είμαι “ένοχος και μοιραίος άνθρωπος” και μάλιστα από ανθρώπους που ξέρουν ότι δεν έχω χρήματα, ότι μένω στο νοίκι, ότι τώρα είμαι χωρίς δουλειά;»
Του απαντώ «εντάξει, αλλά μόνο τα ονόματα των συγγενών σου έχουν αφαιρεθεί από τη λίστα;» Με ρωτάει: «Μα, αν το έκανα εγώ, γιατί να βγάλω μόνο τρία; Θα έβγαζα μόνο τα ονόματα των συγγενών μου, δεν θα έβγαζα και άλλα 30-50 για να θολώσω τα νερά; Με περνούν για βλάκα;» «Λένε ότι είναι πιθανόν να φοβήθηκες» του αντιγυρίζω. «Τι να φοβηθώ;» μου απαντά. «Ό,τι θα σου επιτεθούν, ό,τι θα “λερωθεί” το όνομά σου» του λέω. «Ίσα-ίσα, στην περίπτωση αυτή θα κέρδιζα πόντους. Αφού τα χρήματα, όπως λέει η ξαδέλφη μου είναι νόμιμα, θα είχα έναν επιπρόσθετο λόγο να δώσω την εντολή να γίνει η έρευνα. Όλοι θα έλεγαν “μπράβο στον Παπακωνσταντίνου που ξεμπροστιάζει ακόμη και τους συγγενείς του”. Δεν θα τις έπαιρνα, αν είχα δει τα ονόματά τους, ένα τηλέφωνο να μάθω τι χρήματα είναι αυτά; Δεν ήξερα ότι υπήρχαν στη λίστα. Εξάλλου, δεν υπήρχε λίστα με ονόματα όπως νομίζει ο κόσμος. Υπήρχαν ηλεκτρονικά αρχεία που αναφέρονταν σε κάθε μία περίπτωση από τις δύο χιλιάδες τόσες.»
Οι απαντήσεις μού ακούγονται λογικές. «Τότε, αν δεν το έκανες εσύ, ποιός το έκανε;» τον ρωτάω. «Δεν ξέρω» μου λέει. «Πως δεν ξέρεις; Το ΒΗΜΑ γράφει πως ξέρεις ποιός έκανε την αλλοίωση;» «Θέλω να δω πως ακριβώς το γράφει. Εγώ δεν είπα ότι ξέρω. Είπα ότι έχω κάποιες σκέψεις, αλλά δεν μπορώ ακόμη να αποδείξω τίποτε. Το μόνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι δεν το έκανα εγώ». Του είπα ότι μπορεί η πραγματογνωμοσύνη να δείξει ποιός το έκανε. Μου είπε ότι ελπίζει να είναι έτσι, αλλά απ´ ότι κατάλαβα δεν έχει ενημερωθεί επακριβώς για τις τεχνικές δυνατότητες που υπάρχουν και δεν ήθελε να πει περισσότερα, αφού ούτε αυτός ούτε εγώ έχουμε τις επαρκείς γνώσεις πάνω στο θέμα.
Από τη υπόλοιπη πολιτική συζήτηση που κάναμε οφείλω να ομολογήσω ότι δεν μου κατηγόρησε τον Βενιζέλο ούτε μου τον ανέφερε ως πιθανό δράστη αλλοίωσης της λίστας. Η επιχειρηματολογία του σ’ αυτό ήταν σταθερή: δεν μπορεί να έχει ευθύνες αυτός που έδωσε εντολή να γίνει έρευνα και να μην υπάρχουν ευθύνες σε όσους έπρεπε να συνεχίσουν την έρευνα και δεν το έκαναν. Και είναι γεγονός ότι μετά από αυτόν πέρασαν τόσοι μήνες, περισσότερο και από ένας χρόνος, και δεν είχε γίνει τίποτε. Και δεν μπορεί, κάποιοι φέρουν την ευθύνη γι’ αυτό.
Αντιλαμβάνομαι ότι ένας επιπρόσθετος λόγος που δεν μπορεί να κατηγορήσει ευθέως κάποιον άλλον είναι και το γεγονός ότι πρόσβαση στη λίστα φαίνεται να είχαν πολλοί. Εκτός από τους πολιτικούς προϊσταμένους και τους επικεφαλής του ΣΔΟΕ πρόσβαση φαίνεται πως είχαν κι άλλοι υπάλληλοι. Για παράδειγμα, απ’ ότι εγώ ξέρω, ο Διώτης όχι μόνον δεν γνωρίζει πως να επεξεργαστεί ηλεκτρονικά στοιχεία, αλλά είναι αμφίβολο και αν μπορεί να ανοίξει έναν υπολογιστή. Άρα θα φώναξε κάποιον άλλον να του το κάνει.
Δεν ξέρω αν το έκανε κάποιος υπάλληλος, αλλά γνωρίζω πολύ καλά, και το γνωρίζει και ο Παπακωνσταντίνου, ότι οι του ΣΔΟΕ τον μίσησαν, όταν ανέφερε ότι ένας από τους λόγους που δεν έδωσε απευθείας το CD στο ΣΔΟΕ ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους του Σώματος και ήθελε να αποφύγει μια πιθανή κακή χρήση της λίστας. Δεν ξέρω αν κάποιος τον εκδικήθηκε, επειδή δεν θέλω να διανοηθώ ότι μπορεί κάποιος να φερθεί τόσο εκδικητικά και να γίνει επίορκος.
Όταν του επισημαίνω ότι ανεξαρτήτως του τι λέει, είναι πολιτικός και ξέρει πως λειτουργεί σ’ αυτές τις περιπτώσεις η «κρεατομηχανή» προκειμένου να διαφυλαχθεί ένα υπέρτερο συμφέρον, όπως είναι η διαφύλαξη της κυβερνητικής συνοχής. Μου απαντά: «Ναι ξέρω, και ‘γω δεν θέλω να πέσει η κυβέρνηση, αυτό είναι προφανές, αλλά δεν μπορεί να τα φορτώνουν σε μένα, δεν μπορώ να την πληρώσω εγώ».
Κατά τα λοιπά, η εντύπωση που μου έδωσε είναι πως έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι δύσκολο, ακόμη κι αν το θεωρεί άδικο, να μην παραπεμφθεί, και να καθήσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου είτε σε ποινικό είτε σε Ειδικό Δικαστήριο. Κατάλαβα ότι πλέον, εδώ που έφθασαν τα πράγματα, θα αναγκαστεί να πει σε ποιόν συνεργάτη του έδωσε το CD για να το μεταγράψει σε στικάκι. Φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να συνεχίζει να αρνείται να αποκαλύψει το όνομά του, όταν μάλιστα το πρόσωπο στο οποίο εμπιστεύθηκε το CD δεν φταίει σε τίποτε και δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να εκτελέσει την εντολή που του έδωσε ο ίδιος. Κατάλαβα επίσης, και μου το είπε, ότι έχει πλήρη συναίσθηση πως ο κόσμος «θέλει αίμα στην αρένα», αλλά ελπίζει είτε «να αποκαλυφθεί η αλήθεια» είτε τα χρήματα των συγγενών του να είναι νόμιμα και φορολογημένα οπότε να πάει για πλημμέλημα.
Για το δεύτερο, διαβάζοντας εγώ προσεκτικά την ανακοίνωση των συγγενών του και βλέποντας τις κατηγορίες που τους αποδίδονται, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δικαιολογείται ολόκληρο το ποσόν των καταθέσεων. Ίσως κάποιο τμήμα τους να μην έχει φορολογηθεί. Αυτό δεν του το είπα. Δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω. Να εύχεται, εάν υπάρχει κάποια «τρύπα» στη νομιμότητα των ποσών, αυτή να μην υπερβαίνει τις 150.000. τότε αυτομάτως το πλημμέλημα γίνεται κακούργημα.
Είπαμε κι άλλα πολλά που δεν είναι ούτε του παρόντος σημειώματος ούτε της ώρας. Η συζήτηση ήταν, το πιστεύω αυτό, ειλικρινής, όσο κι αν τη σήμερον ημέρα δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τους πολιτικούς. Χαιρετηθήκαμε, του ευχήθηκα «καλή τύχη» και χωρίσαμε. Αυτός θα πήγαινε στους δικηγόρους του, και ‘γω στο Αγρίνιο, να γιορτάσω τα Θεοφάνεια με τους συγγενείς μου, που ευτυχώς δεν είναι πλούσιοι, όπως οι εξαδέλφες του Παπακωνσταντίνου, και δεν θα μου δημιουργήσουν προβλήματα.