Όταν προκαλείται στύση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης, μια ουσία που ονομάζεται μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) απελευθερώνεται στο σπηλαιώδες σώμα του πέους Αγορα Σιαλις Ελλάδα Αθήνα. Αυτή η απελευθέρωση του μονοξειδίου του αζώτου οδηγεί σε αύξηση ενός μεσολαβητή που επιτρέπει τη στύση.
Uncategorized

Ο ελληνικός τραπεζικός μύθος («…To άλλο με τις.. τράπεζες το ξέρεις;»)

Του Σταμάτη Κυρζόπουλου

Από την έναρξη της σοβούσης πολύπλευρης κρίσης και εντεύθεν διαμορφώθηκαν δύο εν πολλοίς αντιμαχόμενες αφηγήσεις-ερμηνείες των αιτίων που μας οδήγησαν σ’αυτήν, δύο αντίπαλες σχολές σκέψης -τρόπον τινά-. Η πρώτη εστιάζει στις «εγχώριες» παθογένειες αναδεικνύοντας τις ολέθριες επιπτώσεις της άφρονος δημοσιονομικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών, την πελατειακή και λαϊκίστικη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, τη διόγκωση ενός αντιπαραγωγικού, σπάταλου και γραφειοκρατικού δημόσιου τομέα, την επιβολή της βούλησης, των συμφερόντων, της πολιτικής πρακτικής (και της αισθητικής) οργανωμένων ομάδων πίεσης και συντεχνιών που αποσπούσαν και διαιώνιζαν «ειδική μεταχείριση» και προνόμια εις βάρος της οικονομίας και της υπόλοιπης κοινωνίας.

Η δεύτερη οπτική θέασης της κρίσης, και της πορείας μας προς -και μέσα- σ’αυτήν, ρίχνει το βάρος στις αδυναμίες και τις ανισορροπίες του ευρω-συστήματος και της νομισματικής ενοποίησης, στηλιτεύει τους χειρισμούς και τη διαπραγματευτική αδράνεια των κυβερνώντων που οδήγησαν στην καταφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης και το Δ.Ν.Τ., εγκαλεί τους Ευρωπαίους εταίρους και κυρίως τη Γερμανία για οικονομικό σωβινισμό και πολιτικό επεκτατισμό, υποδεικνύει -ως επιχείρημα- την παράλληλη (με την «αμαρτωλή Ελλάδα») πορεία-«μοίρα» και των υπολοίπων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας -κυρίως του Νότου-, και, στη συνωμοσιολογική -ενδεχομένως- εκδοχή της, κάνει λόγο για ένα οργανωμένο σχέδιο άλωσης της χώρας και των πλουτοπαραγωγικών της πηγών και κατάλυσης της εθνικής της κυριαρχίας.

Η προσπάθεια να αναζητήσει και να διατυπώσει κανείς με ψυχραιμία και ευθυκρισία ένα κοινό, ολοκληρωμένο πλαίσιο ανάλυσης που θα μπορούσε να συγκεράσει τις όποιες προφανείς, εύλογες και τεκμηριωμένες αιτιάσεις και των δύο πλευρών, φαντάζει, όσο η κρίση βαθαίνει και η κοινωνία βυθίζεται στην απόγνωση, το μηδενισμό ή/και τον εξτρεμισμό, όλο και δυσκολότερο, ενδεχομένως δε και μάταιο. Εντούτοις υπάρχει μια -κατά κάποιον τρόπο- κοινή παραδοχή, που σχετίζεται με (ή, αν θέλετε, καθόρισε) την πορεία που μας οδήγησε στα βράχια: η αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, η παραδοχή, ότι το οικονομικό και (αντι)-«αναπτυξιακό» μοντέλο της αμέριμνης και «χαζοχαρούμενης» κατανάλωσης (κυρίως εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, με δανεικό μάλιστα χρήμα) δεν μπορούσε να συνεχίζεται επ’άπειρον και πάντως είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον (εντός ή εκτός ευρώ) να συνεχισθεί εφεξής. Μπορεί οι μεν να αποδίδουν την παραγωγική καταβαράθρωση της οικονομίας στον στραγγαλισμό των «υγιών παραγωγικών της δυνάμεων» από τον κρατικό Λεβιάθαν και τα στεγανά των κλειστών επαγγελμάτων, και οι δε να ενοχοποιούν το σκληρό νόμισμα και τη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και «μπεταντζήδων» καναλαρχών, αλλά η διαπίστωση -όσο κι αν δεν προβάλλεται με την ένταση που της αρμόζει- είναι κοινή:

δεν παράγαμε σχεδόν τίποτα, εκτός από τσιμέντο και ακριβές και συχνά άχρηστες υπηρεσίες.

Εκείνο, όμως, που έχει διαλάθει της προσοχής και της δημόσιας συζήτησης, είναι ο ρόλος που έπαιξαν οι τράπεζες και οι επιλογές τους στη διαδρομή μετατροπής μιας χώρας πρωτογενούς -κατά βάση- αλλά και βιοτεχνικής και ήπιας βιομηχανικής παραγωγής σε παραγωγική έρημο, μιας κοινωνίας συντηρητικών -ως επί το πλείστον- αποταμιευτών σε υπερδανεισμένους (και ακόρεστους) καταναλωτές.

Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι έχει επικρατήσει η άποψη, ότι η ελληνική οικονομική κρίση και κρίση χρέους είναι (εν αντιθέσει με τις περιπτώσεις της Ισπανίας ή της Ιρλανδίας ή πιο πρόσφατα της Κύπρου) αποκλειστικά πρόβλημα κρατικού χρέους, οφειλόμενο -άρα- στην αβελτηρία των μεταπολιτευτικών ελληνικών κυβερνήσεων και -κατ’επέκταση- στις άστοχες πολιτικές και εκλογικές επιλογές των Ελλήνων πολιτών και δεν σχετίζεται με την πολιτική που ακολούθησε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας. ‘Ετι περαιτέρω, οι ελληνικές τράπεζες περιγράφονται από πολλούς «έγκριτους» οικονομικούς αναλυτές ως εξαιρετικά σώφρονες, ως προς τις επενδυτικές τους δραστηριότητες όλα αυτά τα χρόνια, σε αντίθεση -και πάλι- με τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Εν τέλει, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται ως θύματα της αφροσύνης του χρεοκοπημένου ελληνικού δημοσίου (το οποίο αγογγύστως χρηματοδοτούσαν-δάνειζαν τόσα χρόνια), που με τις αναδιαρθρώσεις χρέους, τα «κουρέματα» και, πρόσφατα, τις, σχεδόν αναγκαστικές, επαναγορές ομολόγων, έχουν περιέλθει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα. Επεκτεινόμενος ο συλλογισμός αυτός καταλήγει να δικαιολογεί και ηθικά (πέραν της οικονομικής αναγκαιότητας αποτροπής ενδεχομένης κατάρρευσης του εγχωρίου τραπεζικού συστήματος) την ανάληψη από το ελληνικό δημόσιο (τους αγρίως φορολογούμενους πολίτες, με άλλα λόγια ή όσους από αυτούς φορολογούνται, τέλος πάντων) του κόστους της απαιτούμενης ανακεφαλαίωσης τους, με την εγγραφή κάποιων επιπλέον δεκάδων δισ. ευρώ στο ελληνικό δημόσιο χρέος (υπαγόμενο πλέον, ως γνωστόν, στο βρετανικό δίκαιο).

Είναι όμως τόσο «αθώες» οι ελληνικές τράπεζες;

Yπήρξαν όντως μετρημένες και προσεκτικές οι επιλογές τους;

Ποιούς δάνειζαν όλο αυτό το διάστημα οι ελληνικές τράπεζες, τι είδους δραστηριότητες και συμπεριφορές χρηματοδοτούσαν, ποιο «αναπτυξιακό μοντέλο» πριμοδοτούσαν;

Oι σημερινές, τέλος, αλλά και οι μελλοντικές τους δυσκολίες είναι αποτέλεσμα και μόνο της αφερεγγυότητας του ελληνικού κράτους ή σχετίζονται και με δικές τους άστοχες εκτιμήσεις και παραδοχές και ποιος πρέπει να πληρώσει γι’αυτό;

Η, κάθε άλλο παρά αντισυστημική, εφημερίδα Καθημερινή δημοσίευσε προ ημερών ένα αποκαλυπτικό και στοιχειοθετημένο άρθρο του Γιάννη Παπαδογιάννη που δίνει πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις στα περισσότερα από τα παραπάνω ερωτήματα. Όπως προκύπτει από τα παρατιθέμενα στοιχεία το άθροισμα των χορηγήσεων δανείων του τραπεζικού συστήματος σε τομείς όπως η γεωργία (1,5 δισ. ευρώ), ο τουρισμός (7,3 δισ. ευρώ) και η ναυτιλία (14,2 δισ. ευρώ), τομείς, δηλαδή, θεωρητικού ελληνικού συγκριτικού πλεονεκτήματος, διαμορφώνεται στα 23 δισ. ευρώ, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ! Οι χορηγήσεις των καταναλωτικών δανείων είναι κατά 45% υψηλότερες των δανείων που έχουν δοθεί στη βιομηχανία! Είναι εκπληκτικό -αν και μάλλον ευεξήγητο, αν το καλοσκεφθεί κανείς- ότι τα δάνεια προς τα Μ.Μ.Ε. είναι διπλάσια των δανείων που έχουν δοθεί στη γεωργία!!! Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στα παραπάνω νούμερα δεν υπολογίζονται οι διαγραφές που πραγματοποιούν οι τράπεζες στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

14% των συνολικών χορηγήσεων αφορά καταναλωτική πίστη και 32,4% την παραδοσιακά θεωρούμενη ως συντηρητικότερη επιλογή, τη στεγαστική πίστη, που κι αυτή όμως συνέβαλε στη δημιουργία της «φούσκας» των ακινήτων, στον μονόπλευρο προσανατολισμό της ελληνικής «ανάπτυξης» στην οικοδομή, στην εγκατάλειψη της υπαίθρου και στον άναρχο και περιβαλλοντικά καταστροφικό γιγαντισμό των μεγάλων αστικών κέντρων.

Κοντολογίς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρηματοδοτούσε επί σειρά ετών-με το αζημίωτο φυσικά- την έκρηξη του αχαλίνωτου καταναλωτισμού που επιδείνωνε το εφιαλτικό εμπορικό έλλειμμα της χώρας και βύθιζε τους πολίτες σε έναν ανερμάτιστο, αντι-παραγωγικό, χλιδομπαρόκ ευδαιμονισμό. Οι «νουνεχείς» Έλληνες τραπεζίτες προτιμούσαν να χορηγούν στους νεοέλληνες διακοποδάνεια για να επισκέπτονται τις Μπαχάμες και την Ταϋλάνδη, από το να χρηματοδοτούν την επιχειρηματική καινοτομία, προτιμούσαν να δίνουν λεφτά για να χτίζονται μεζονέτες στα Μεσόγεια, να εισάγονται Καγιέν και να συνεχίζεται ο λουλουδοπόλεμος στα σκυλάδικα, από το να χρηματοδοτήσουν την αναδιάρθρωση της ελληνικής γεωργίας ή την τυποποίηση της πρωτογενούς παραγωγής, προτιμούσαν να δανείζουν (για να μην ξεχνιώμαστε) με εκατοντάδες εκ. ευρώ παραγωγικές επιχειρήσεις όπως τα…κόμματα ή το…ΑLTER.

Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένας Έλληνας που το τηλέφωνο του να μην χτύπησε δεκάδες φορές, για να ακούσει από το ακουστικό του έναν περιχαρή υπάλληλο να του ανακοινώνει, ότι εγκρίθηκε ένα καταναλωτικό δάνειο μερικών χιλιάδων ευρώ, ένα δάνειο, μάλιστα, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις ουδέποτε είχε ζητήσει!!!

Αυτού του τύπου όμως η -υστερόβουλη- αμεριμνησία πληρώνεται. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της -διόλου άμοιρης ευθυνών- Τράπεζας της Ελλάδας- το καλοκαίρι του 2012 το 21,4% των δανείων (ή ποσό 50 δισ. ευρώ!) βρίσκονταν σε καθυστέρηση. Στα στεγαστικά δάνεια το 20% βρίσκεται σε καθυστέρηση, ενώ στα καταναλωτικά οι καθυστερήσεις αντιστοιχούν στο 36%. Με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που στο πρώτο εξάμηνο του 2013 εκτιμάται ότι θα φθάσουν το 30-35%, ήτοι περί τα 70 δισ. ευρώ, τα δεκάδες δισ. ευρώ που δανείζεται το ελληνικό δημόσιο για να διασώσει τις τράπεζες είναι εξαιρετικά πιθανό να αποδειχθούν ανεπαρκή. Το οποίον, σε απλά ελληνικά, σημαίνει, ότι, πιθανότατα, θα χρειασθεί σύντομα να «ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη» ο φορολογούμενος για να ανακεφαλοποιηθούν οι τράπεζες.

Στο πρόσφατο Eurogroup είχαμε μία ακόμη «εθνοσωτήριο» απόφαση με την εκταμίευση της πιο «γκραγκινιολικής» -μέχρι τούδε- δόσης από όσες έχουμε λάβει έως τώρα. Ο, ομολογουμένως, πιο συγκρατημένα -σε σχέση με τον προκάτοχο του- πανηγυρίζων πρωθυπουργός στάθηκε στις δηλώσεις του στη σημασία της απόφασης που ελήφθη για ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση και ενιαία εποπτεία των τραπεζών από την Ε.Κ.Τ. από το 2014. Αναμφίβολα είναι μια εξέλιξη προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και πολλοί αναλυτές δεν συμμερίζονται αυτόν τον αρχικό ενθουσιασμό, ενώ έντυπα, όπως ο Economist, θέτουν το ζήτημα στις πραγματικές του βάσεις : Δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη ποιος θα πληρώνει τον λογαριασμό, όταν μια ευρωπαϊκή τράπεζα θα κρίνεται μη βιώσιμη. Το καλοκαίρι η ευρωπαϊκή σύνοδος κορυφής είχε αποφασίσει ότι το κόστος της στήριξης των ισπανικών τραπεζών δεν θα ενεγράφετο στο ισπανικό δημόσιο χρέος (μια απόφαση που ρητά και κατηγορηματικά εξαιρούσε την Ελλάδα και τις τράπεζες τις), για να υπαναχωρήσει τους επόμενους μήνες η, έτσι κι αλλιώς αντιδρούσα και κωλυσιεργούσα, Γερμανία. Η πρωθυπουργική λοιπόν αισιοδοξία, ότι αναμένεται μελλοντική διαγραφή των 50 δισ. ευρώ του ελληνικού δημοσίου χρέους που αφορούσε την ανακεφαλαίωση των τραπεζών δεν φαίνεται ιδιαίτερα ρεαλιστική -στο κάτω-κάτω ουδέποτε αιτηθήκαμε κάτι τέτοιο επισήμως-. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, οι πρακτικώς πτωχευμένες και με δημόσιο χρήμα διασωζόμενες ελληνικές τράπεζες οφείλουν πλέον να προβαίνουν σε συνετότερες επιλογές και κυρίως να στηρίξουν την όποια εναπομείνασα υγιή ελληνική επιχειρηματικότητα, την καινοτομία, την εξωστρεφή επιχειρηματική πρωτοβουλία, και την ανασυγκρότηση της ελληνικής παραγωγικής βάσης.

Είναι στοιχειώδες καθήκον τους.

Ή, για να μιλήσουμε με τη δική τους ορολογία,…είναι οφειλή τους.

σχετικές αναρτήσεις

1 από 1.162

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *