Από την πολυαγαπημένη μας στήλη
Εμβληματική της εθνικής υποτέλειας θεωρείται η ιστορική φράση του αείμνηστου Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Στρατηγέ ιδού ο στρατός σας», απευθυνθείσα στον Αμερικανό στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ όταν, στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, του παρουσίασε κάποιο ελληνικό στρατιωτικό άγημα. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν ήταν ο χειρότερος πολιτικός ηγέτης της εποχής, κάθε άλλο. Ούτε ο πιο δεξιός. Η ιστορία τον χρέωσε ωστόσο με την προαναφερθείσα φράση, καθώς και με τον χαρακτηρισμό από μέρος του της Μακρονήσου ως του «Νέου Παρθενώνος». Δίκαια; Άδικα; Ποιος μπορεί να πει. Αυτή ήταν η εποχή…
Όλ’ αυτά μοιάζουν σήμερα εκτρωματικά, και είναι. Αυτή όμως ήταν η εποχή. Η εποχή του Βαν Φλιτ στον Εμφύλιο, η εποχή του Αμερικανού Πρεσβευτή Πιουριφόι στη μετεμφύλια Ελλάδα. Εκείνου που, καθώς θρυλείται, υποδεχόταν τον Έλληνα πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο με τα πόδια πάνω στο γραφείο του. Και που χειροδίκησε κατά του άλλου Έλληνα Πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη,με αφορμή κάποια διαφωνία τους για τη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ. Η ιστορία έχει αποφανθεί για κείνες τις σκοτεινές εποχές. Και μπορούμε σήμερα όλοι μας να λέμε, με πλήρη άνεση και εντελώς απενοχοποιημένα, πως η χώρα μας ήταν τότε προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ανάλογη αναφορά σήμερα, την εποχή της τρόικας, των Μνημονίων, των πιστωτών – αφεντάδων, χαρακτηρίζεται ως ασυγχώρητος λαϊκισμός. Κι όμως περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Οι ομοιότητες των εποχών είναι εφιαλτικές. Μόνο που η στρατιωτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, αντικαταστάθηκε σήμερα από τη δανειακή εξάρτηση από τους Ευρωπαίους και τους υπερατλαντικούς πιστωτές μας. Για να οδηγήσουν και οι δύο στην πολιτική, εντέλει και στην εθνική υποτέλεια…
Ως σε κατεχόμενη χώρα…
Σε πέντε πεδία εκτείνονται οι αρνητικές συνέπειες των Μνημονίων πάνω στη χώρα μας και στον λαό μας.
Στην πραγματική χρεωκοπία της κοινωνίας πρώτα – πρώτα. Εκεί όπου δύο εκατομμύρια Έλληνες οδηγήθηκαν βιαίως στην ανεργία, δυόμισι εκατομμύρια εξαναγκάστηκαν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, όσο για τους υπόλοιπους βλέπουν τη ζωή τους να υποβαθμίζεται δραματικά μέρα με τη μέρα.
Στην επιτάχυνση της καχεξίας της ελληνικής οικονομίας. Με την ύφεση να βαθαίνει όλο και περισσότερο χρόνο με τον χρόνο. Έτσι ώστε να είναι λίαν αμφίβολο αν θα κατορθώσει η χώρα να σηκώσει κεφάλι σε ορατό χρόνο.
Στον ασφυκτικό περιορισμό των δικαίων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του λαού. Με την εντελή ακύρωση των εργατικών δικαιωμάτων, με πλήρη αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και με το πολιτικό σύστημα να κινείται πλέον στα όρια της συνταγματικότητας. Με εξαφανισμένο τον ρόλο του Υπουργικού Συμβουλίου και ακυρωμένο τον ρόλο της Βουλής.
Στις απανωτές προσβολές της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου των πολιτών. Αυτές που κορυφώθηκαν στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, όταν επιφανείς εκπρόσωποι των δανειστών επιχειρούσαν αναιδώς να μας πουν ποια είναι η σωστή και ποια η λάθος ψήφος. Και με πιο πρόσφατο κρούσμα τον δημόσια διατυπωμένο ισχυρισμό του Γερμανού υφυπουργού Φούχτελ, πως ένας Γερμανός υπάλληλος κάνει για τρεις Έλληνες.
Και, τέλος, στη συρρίκνωση μέχρις ασφυξίας της εθνικής κυριαρχίας. Εδώ είμαστε λοιπόν. Για να συνδεθούμε με την εποχή (και με την αισθητική) του Βαν Φλιτ και του Πιουριφόι. Ή του Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε διατάξει, κατά τα Δεκεμβριανά, τους Βρετανούς στρατιώτες να συμπεριφέρονται «ως σε κατεχόμενη χώρα».
Σήμερα λοιπόν, κι ενώ έχουμε μεσ’ στα πόδια μας κάθε τρίμηνο τον Τόμσεν, τον Μορςκαι τον Μαζούχ, και σε μόνιμη βάση τον Ράιχενμπαχ και τον Φούχτελ, θα έχουμε από δω και πέρα και ξένη επιτροπεία διαρκείας στα υπουργεία, στις ΔΕΚΟ, στους ΟΤΑ, στις τράπεζες. Όπου, με ελέγχους σε μηνιαία βάση, θα διατάσσεται η αυτόματη λήψη πρόσθετων μέτρων, όταν -μονομερώς- ο επίτροπος κρίνει. Έτσι, χωρίς πολλά – πολλά. Και όπου η «εθνική ομηρεία» θα συμπληρώνεται διά του διαρκούς ελέγχου στα περιουσιακά στοιχεία της χώρας. Ενώ ακόμη και η αλλαγή νομοθεσίας για την οργάνωση του κράτους θα τελεί πλέον υπό την έγκριση των δανειστών. Που πάει να πει πως η πολιτική ηγεσία της χώρας στερείται πλέον και των τελευταίων ψηγμάτων εξουσίας που της είχαν απομείνει. Η ίδια πολιτική ηγεσία που έσπευσε να νομοθετήσει τον εξευτελισμό της απογύμνωσής της, διά «Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου», προκειμένου να αποφύγει τον σκόπελο του Κοινοβουλίου. Κίνηση ζωηρώς αμφισβητούμενης συνταγματικότητας, που, πάντως, δεν έχει κατά τίποτα να κάνει με τα ήθη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μονάχα το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» λείπει. Και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου. Υπερβολές; Μακάρι…