πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, άφησαν το δικό τους ίχνος στην πόλη, η οποία έχει
τη δική της θέση στη βουλγαρική πολιτισμική και ιστορική μνήμη».
Στο συγκεκριμένο συμπέρασμα κατέληξε,παρουσιάζοντας γεγονότα
που αφορούν τους Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 19ου και στις αρχές
20ου αιώνα, όταν η βουλγαρική παρουσία στην πόλη ήταν πιο αισθητή, η Γιούρα
Κωνσταντίνοβα, από το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών της Βουλγαρικής Ακαδημίας
Επιστημών στην παρουσίασή της στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο: Θεσσαλονίκη:
μια πόλη σε μετάβαση, 1912-2012».
Στην παρουσίαση,με θέμα «Η Θεσσαλονίκη με τη ματιά των
Βουλγάρων», η κ. Κωνσταντίνοβα εστίασε στην οργάνωση της βουλγαρικής κοινότητας
(1868).
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι αν και οι περισσότεροι
Βούλγαροι στη Θεσσαλονίκη απασχολούνταν ως οικοδόμοι, ράπτες, γαλακτοπώλες και
μπακιρτζήδες, υπήρξε και ένα άλλο βουλγαρικό εμπορικό και επιχειρηματικό
περιβάλλον που προερχόταν από τα βουλγαρικά αστικά κέντρα της Δυτικής
Μακεδονίας. Σε αυτό το περιβάλλον στη Θεσσαλονίκη ανήκαν, όπως σημείωσε, οι
οικογένειες Χατζημίσεβοι και Βέσοβοι (από τα Βελεσά), Ζλατάρεβοι (από το
Κιλκίς), Κόντοβοι (από την Πρίλεπ) κτλ., που εισήλθαν σε οικονομικό ανταγωνισμό
με τους Έλληνες και υποστήριζαν την βουλγαρική εθνική ιδέα.
Αναφερόμενη στην ίδρυση των βουλγαρικών σχολείων (τεσσάρων
γυμνασίων και πέντε δημοτικών σχολείων) και τεσσάρων βουλγαρικών εκκλησιών
περιέγραψε κυρίως το ρόλο που διαδραμάτισε το βουλγαρικό γυμνάσιο αρρένων στην
εξάπλωση της βουλγαρικής εθνικής δράσης στη Μακεδονία.
«Το γυμνάσιο λειτούργησε για 33 χρόνια και φοίτησαν σ’ αυτό
6259 μαθητές, από όλα τα ευρωπαϊκά βιλαέτια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά
τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη, οι απόφοιτοι του γυμνασίου επέστρεφαν στις
γενέτειρες τους και μετέφεραν εκεί τις ιδέες, που τους επηρέασαν στην πόλη.
Παράλληλα, όλοι οι ιδρυτές και οι αρχηγοί της ΕΜΕΟ έχουν άμεση σχέση με το
βουλγαρικό γυμνάσιο – ή έχουν σπουδάσει ή έχουν δουλέψει εκεί».
Εξετάζοντας την ιδεολογία των μελών της οργάνωσης για το
παρελθόν, το παρόν και μέλλον της πόλης, η κ. Κωνσταντίνοβα εκτίμησε ότι η
Θεσσαλονίκη είναι ο πυρήνας διάδοσης της εθνικής ιδέας στην Ευρωπαϊκή Τουρκία,
καθώς και ότι οι αναρχικές και οι σοσιαλιστικές ιδέες βρίσκουν έδαφος στην πόλη
και η βουλγαρική συμμετοχή σ’ αυτές είναι επίσης σημαντική.
Επιπλέον τόνισε πως κατά την περίοδο της μεγαλύτερης άνθησης
των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη, δεν υπερέβαιναν 8% του πληθυσμού της πόλης και
πως έτσι δικαιολογείται ότι οι βουλγαρικές αξιώσεις για την πόλη στηρίζονται,
στο βουλγαρικό πληθυσμό εκτός πόλεως.
«Δηλαδή στις αρχές του 20ου αιώνα η Βουλγαρία θέλει τη
Θεσσαλονίκη όχι γιατί θεωρεί την πόλη βουλγαρική, αλλά γιατί η Θεσσαλονίκη
είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η οποία είναι αδιαίρετο τμήμα του
βουλγαρικού εθνικού προγράμματος. Παράλληλα, όλοι οι Βούλγαροι πολιτικοί
τονίζουν τη στενή οικονομική σχέση της Θεσσαλονίκης με την περιοχή και το
γεγονός πως χωρίς την περιοχή η παρακμή της πόλης είναι αναπόφευκτη» τόνισε.
Οι Βούλγαροι δημιούργησαν γύρω από τη Θεσσαλονίκη ένα
ρομαντικό φωτοστέφανο, υπήρξε δυνατή συναισθηματική εικόνα της πόλης στη
Βουλγαρία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως στις βουλγαρικές απόψεις για τη Θεσσαλονίκη
υπερέχουν τα συναισθήματα, σύμφωνα με την κ. Κωνσταντίνοβα.
«Το γεγονός αυτό έχει
άμεση σχέση με τις αναμνήσεις των Βουλγάρων προσφύγων όχι μόνο από τη
Θεσσαλονίκη, αλλά και από ολόκληρη τη Μακεδονία, που μετά από τους Βαλκανικούς
πολέμους ήρθαν στην Βουλγαρία. Ο γνωστός Βούλγαρος συγγραφέας Δημήταρ Ντήμοφ
ονομάζει αυτές τις αναμνήσεις «καταπληκτικές και πικρόγλυκες!» υπογράμμισε.
«Η Θεσσαλονίκη και η
μακεδονική ενδοχώρα στα μεταπολεμικά βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας»
Στη συναισθηματική σχέση
σταθεράς διεκδίκησης που είχε οικοδομήσει ο βουλγαρικός λαός με τη Θεσσαλονίκη
και τη μακεδονική ενδοχώρα γενικότερα από την εποχή της δημιουργίας της Μεγάλης
Βουλγαρίας με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 έως και τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρθηκε η δρ. Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου,
Θεσσαλονίκης Φωτεινή Ι. Τολούδη.
Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη και η μακεδονική
ενδοχώρα στα μεταπολεμικά βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας» η κ. Τολούδη
παρουσίασε τα πορίσματα έρευνας που αφορά τον τρόπο μετάλλαξης αυτού του
πολιτικού ονείρου στο πλαίσιο της μεταπολεμικής Βουλγαρίας και εξέτασης των
εργαλείων διαμόρφωσης ταυτότητας, όπως των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας.
Η έρευνα επικεντρώνεται
στην περίοδο μετά την πολιτική αλλαγή στη Βουλγαρία το 1944 έως την απόφαση του
Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1963 να χαράξει μια σταθερή πολιτική για
το Μακεδονικό Ζήτημα, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των
σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, οι οποίες έως εκείνη τη στιγμή επηρέαζαν τη
βουλγαρική στάση απέναντι σε όλα τα σημεία αναφοράς με τα οποία προπολεμικά
όριζε την ταυτότητά του.
«Η έρευνα στα σχολικά εγχειρίδια της περιόδου 1944-1963
αποκαλύπτει σταθερά την ύπαρξη του αντιθετικού σχήματος: καταδίκη όλων των
βουλγαρικών διεκδικητικών πολέμων που έχουν προηγηθεί και οι οποίοι αποδίδονται
στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και στην αύξηση της
οικονομικής δύναμης της αστικής τάξης των βαλκανικών κρατών και παράλληλα καλλιέργεια
αισθήματος εθνικής υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα του βουλγαρικού στρατού, που
πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ίδιων διεκδικητικών πολέμων που
καταδικάζονται!» επισημαίνει η κ. Τολούδη.
Από το 1963 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Θεσσαλονίκη
και η μακεδονική ενδοχώρα θα ξαναπάρουν τη μορφή οράματος ανεκπλήρωτου στα
βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας, σύμφωνα με την κ. Τολούδη.
Η υποψηφιότητα της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος της
δεκαετίας του 1990 θα έχει και την αντανάκλασή της στα σχολικά βιβλία, έτσι το
2005, στις παραμονές της πολιτικής εισόδου του στην ευρωπαϊκή οικογένεια, τα
εγχειρίδια εμφανίζουν το βουλγαρικό λαό να έχει μεταλλάξει το είδος της
συναισθηματικής του διεκδίκησης για τη Θεσσαλονίκης σε αγαπημένο τουριστικό
προορισμό, στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πορείας των δύο κρατών.
Το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο “Θεσσαλονίκη: μια πόλη
σε μετάβαση, 1912-2012” διοργανώθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση των 100
χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από το Δήμο Θεσσαλονίκης και το
φορέα «Θεσσαλονίκη 2012» σε συνεργασία με το Δίκτυο Ναυαρίνο στο Συνεδριακό και
Επιστημονικό Κέντρο του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.